Όταν ήμουν μικρή και πηγαίναμε στη θάλασσα στην Καβάλα, μου άρεσε να κάθομαι στην άμμο και να παρατηρώ τον μεγαλύτερο αδελφό μου τι έκανε με το πλοίο του. Ήταν ένα πλαστικό παιδικό πλοιαράκι με επίπεδη καρίνα και χωρίς κατάρτι, τίποτα ιδιαίτερο αν εξαιρέσει κανείς ότι είχε πολλά χρώματα η πλαστικούρα του. Δεν ήταν και κανένα σπουδαίο πλοίο δηλαδή. Αλλά ήταν αγορίστικο, ήταν μεγαλίστικο, ήταν του αδελφού μου, ήταν απαγορευμένο σε μένα αφού δεν ήταν δικό μου παιχνίδι, ήταν επομένως ποθητό!
Καθόμουν, λοιπόν, στην άκρη και με ενδιαφέρον παρακολουθούσα τον αδελφό μου που έσπρωχνε το πλοίο του μαλακά για να μην σηκώσει κυματάκι και μπάσει νερά και βυθιστεί. Τον έβλεπα επίσης πώς το παρακολουθούσε κι αυτός να φεύγει στο νερό και η κίνηση της θάλασσας να το ταξιδεύει προς την παραλία έξω ...όπου βρισκόμουν εγώ, πανέτοιμη να βάλω το χεράκι μου στο παιχνίδι του αδελφού μου. Πεταγόμουν να το πιάσω πριν το αναποδογυρίσει το τελευταίο κύμα, να το σώσω! Να του το σώσω για να καταλάβει ότι είμαι σημαντική βοηθός κι επιτέλους να με παίξει κι εμένα. Έτρεχα, λοιπόν, και με μεγάλη προθυμία το ξαναέσπρωχνα μέσα προς τον αδελφό μου ...με ολέθρια αποτελέσματα. Ίσως τότε να πρωτοέμαθα πως είναι δύσκολο, και επικίνδυνο, να πηγαίνεις κόντρα στο κύμα...
Δυο παιδιά ήμασταν που μας μάθαινε ένα πλοίο της δραχμής τη μαγεία του ταξιδιού στη θάλασσα. Και τους κινδύνους. Μεγαλώνοντας εμείς, τα παιχνίδια τούτα με το νερό μεγάλωσαν κι αυτά. Εξελίχθηκαν. Έγιναν φλούδες από πεύκα που τις δουλεύαμε με το σουγιαδάκι και τις μετατρέπαμε σε σκάφη. Σε κάποια κιόλας βάζαμε ιστία με πανάκια. Γενικά, ό,τι επέπλεε, μας έκανε. Η μάσκα για τη θάλασσα, να ξέρετε, επιπλέει ωραιότατα, είναι ασφαλέστατο καράβι. Ένα πέταλο από τριαντάφυλλο επίσης επιπλέει για κάμποση ώρα κι ας του βάλεις ένα κοχύλι επιβάτη. Το καλύτερο πλωτό μέσον, όμως, είναι τα «καπάκια» από τα βελανίδια. Αβύθιστα ακόμα και σε τρικυμία. Παραμένουν το αγαπημένο μου από τότε που ήμουν παιδί.
Από την χρόνια πρακτική εξάσκηση ναυπηγικής και ναυσιπλοΐας (πρέπει να σας πω ότι ποτέ δεν υπήρξα καλή εκπαιδευόμενη σε αντίθεση με τον αδελφό μου και τα άλλα παιδιά που έγιναν εξπέρ) κράτησα μία εικόνα: την εικόνα της θάλασσας με το πάσο της να μεταφέρει κάτι που της ακουμπάς μαλακά, σου το δείχνει πως δεν χρειάζεται βία. Το ότι αυτό πηγαίνει όπου η θάλασσα το πάει χωρίς αντίδραση, χωρίς τσαγανό, χωρίς πείσμα μού προξενούσε και συνεχίζει να μου προξενεί μεγάλη εντύπωση. Φέρνω «πάνω» την εικόνα του παιδικού πλοίου του αδελφού μου σαν ένα χρήσιμο μάθημα όποτε με αντίδραση, με τσαγανό και με πείσμα μού βγαίνει να εναντιώνομαι να αφήσω να με πάνε...
Αυτές οι σκέψεις μού ήρθαν χθες όσο καθόμουν σιωπηλή κι άπραγη κατά την παρουσίαση του Επισκέπτη του Ονείρου της Ελένης Κ. Τσαμαδού, αφού είπα αυτά που είχα να πω. Η ευχή που άκουσα ...θαρρώ εκατοντάδες φορές χθες, να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο, μου έφερε στο μυαλό την μελωμένη εικόνα του παιδικού πλοίου του αδελφού μου. Με τον μαγικό τρόπο που συμβαίνει, βρέθηκα πίσω ξανά στην θάλασσα με τον αδελφό μου και άλλους παιδικούς φίλους, όλα μας με μωβ χείλια ξεπαγιασμένα τόσην ώρα μέσα στο νερό, να παρακολουθούμε το πλοίο μας να το πηγαίνει η θάλασσα μακριά μας. Πολύς ο κόσμος χθες στον Ιανό. Όλοι μαζί παρακολουθήσαμε το νέο «πλοίο» της Έλεν να ξεκινάει το ταξίδι του, για καλή του τύχη, σε μια θάλασσα «λάδι». Με μία πνοή κινήθηκε το πλοίο, δεν είχε ανάγκη από ανθρώπινο χέρι.
Καθόμουν, λοιπόν, στην άκρη και με ενδιαφέρον παρακολουθούσα τον αδελφό μου που έσπρωχνε το πλοίο του μαλακά για να μην σηκώσει κυματάκι και μπάσει νερά και βυθιστεί. Τον έβλεπα επίσης πώς το παρακολουθούσε κι αυτός να φεύγει στο νερό και η κίνηση της θάλασσας να το ταξιδεύει προς την παραλία έξω ...όπου βρισκόμουν εγώ, πανέτοιμη να βάλω το χεράκι μου στο παιχνίδι του αδελφού μου. Πεταγόμουν να το πιάσω πριν το αναποδογυρίσει το τελευταίο κύμα, να το σώσω! Να του το σώσω για να καταλάβει ότι είμαι σημαντική βοηθός κι επιτέλους να με παίξει κι εμένα. Έτρεχα, λοιπόν, και με μεγάλη προθυμία το ξαναέσπρωχνα μέσα προς τον αδελφό μου ...με ολέθρια αποτελέσματα. Ίσως τότε να πρωτοέμαθα πως είναι δύσκολο, και επικίνδυνο, να πηγαίνεις κόντρα στο κύμα...
Δυο παιδιά ήμασταν που μας μάθαινε ένα πλοίο της δραχμής τη μαγεία του ταξιδιού στη θάλασσα. Και τους κινδύνους. Μεγαλώνοντας εμείς, τα παιχνίδια τούτα με το νερό μεγάλωσαν κι αυτά. Εξελίχθηκαν. Έγιναν φλούδες από πεύκα που τις δουλεύαμε με το σουγιαδάκι και τις μετατρέπαμε σε σκάφη. Σε κάποια κιόλας βάζαμε ιστία με πανάκια. Γενικά, ό,τι επέπλεε, μας έκανε. Η μάσκα για τη θάλασσα, να ξέρετε, επιπλέει ωραιότατα, είναι ασφαλέστατο καράβι. Ένα πέταλο από τριαντάφυλλο επίσης επιπλέει για κάμποση ώρα κι ας του βάλεις ένα κοχύλι επιβάτη. Το καλύτερο πλωτό μέσον, όμως, είναι τα «καπάκια» από τα βελανίδια. Αβύθιστα ακόμα και σε τρικυμία. Παραμένουν το αγαπημένο μου από τότε που ήμουν παιδί.
Από την χρόνια πρακτική εξάσκηση ναυπηγικής και ναυσιπλοΐας (πρέπει να σας πω ότι ποτέ δεν υπήρξα καλή εκπαιδευόμενη σε αντίθεση με τον αδελφό μου και τα άλλα παιδιά που έγιναν εξπέρ) κράτησα μία εικόνα: την εικόνα της θάλασσας με το πάσο της να μεταφέρει κάτι που της ακουμπάς μαλακά, σου το δείχνει πως δεν χρειάζεται βία. Το ότι αυτό πηγαίνει όπου η θάλασσα το πάει χωρίς αντίδραση, χωρίς τσαγανό, χωρίς πείσμα μού προξενούσε και συνεχίζει να μου προξενεί μεγάλη εντύπωση. Φέρνω «πάνω» την εικόνα του παιδικού πλοίου του αδελφού μου σαν ένα χρήσιμο μάθημα όποτε με αντίδραση, με τσαγανό και με πείσμα μού βγαίνει να εναντιώνομαι να αφήσω να με πάνε...
Αυτές οι σκέψεις μού ήρθαν χθες όσο καθόμουν σιωπηλή κι άπραγη κατά την παρουσίαση του Επισκέπτη του Ονείρου της Ελένης Κ. Τσαμαδού, αφού είπα αυτά που είχα να πω. Η ευχή που άκουσα ...θαρρώ εκατοντάδες φορές χθες, να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο, μου έφερε στο μυαλό την μελωμένη εικόνα του παιδικού πλοίου του αδελφού μου. Με τον μαγικό τρόπο που συμβαίνει, βρέθηκα πίσω ξανά στην θάλασσα με τον αδελφό μου και άλλους παιδικούς φίλους, όλα μας με μωβ χείλια ξεπαγιασμένα τόσην ώρα μέσα στο νερό, να παρακολουθούμε το πλοίο μας να το πηγαίνει η θάλασσα μακριά μας. Πολύς ο κόσμος χθες στον Ιανό. Όλοι μαζί παρακολουθήσαμε το νέο «πλοίο» της Έλεν να ξεκινάει το ταξίδι του, για καλή του τύχη, σε μια θάλασσα «λάδι». Με μία πνοή κινήθηκε το πλοίο, δεν είχε ανάγκη από ανθρώπινο χέρι.
Από χθες, λοιπόν, πλέει το βιβλίο μακριά, πέρα από την Έλεν. Ταξιδεύει στο αναγνωστικό κοινό που σαν τη θάλασσα είναι απέραντο. Πολύ περισσότερο από «όσο φθάνει το μάτι κι ακόμα παραπέρα». Κάθε καινούργιος αναγνώστης του Επισκέπτη του Ονείρου σαν νέο κύμα ωθεί το βιβλίο λίγο πιο πέρα, ακόμα περισσότερο «στα ανοιχτά». Από εδώ, από την τότε αμμουδιά της Καβάλας, απ’ όπου δεν ξέρω αν έφυγα ποτέ, εύχομαι στη φίλη μου το «πλοίο» της να είναι καλοτάξιδο και πολυτάξιδο. Να της επιστρέψει σοφό φέρνοντάς της φιλιά, θερμούς χαιρετισμούς και πεσκέσια από πολλά λιμάνια-αναγνώστες!
ΥΓ. (Σε συνέχεια του προηγούμενου θέματος) Ναι, μετά την παρουσίαση μείναμε "για ένα ποτηράκι κρασί".