Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Μικρά κείμενα ψάχνουν θέσεις εργασίας.

Υπάρχουν κάποια κομμάτια από τον εαυτό μας που, όσο εξωστρεφής ή παρορμητικός κι αν είσαι, δυσκολεύεσαι να τα βγάλεις ακόμα κι όταν είναι η ώρα τους να βγουν. Κάπως έτσι την έπαθα κι εγώ. Ακούγοντας και διαβάζοντας όλα αυτά τα πολλά και πικρά επίκαιρα για την ανεργία που ακούτε και διαβάζετε κι εσείς, για εργαζόμενους που έχασαν τη δουλειά τους ή που απειλείται η θέση τους και σε αυτούς ασφαλώς συμπεριλαμβάνω τους νέους στο αγωνιώδες κυνήγι τους για την πρώτη τους εργασία, δεν έπαψα να σκέφτομαι ότι μου λείπει σε όλα αυτά το ανθρώπινο πρόσωπο της ανεργίας. Το πρόσωπο ...του κόσμου.

Ως τώρα, θαρρώ, έχουν ειπωθεί πολλά για τους ανέργους, αλλά ...πολύ λίγα γι’ αυτούς. Η ανεργία έχει πολλά πρόσωπα όμως, αν συμφωνείτε κι εσείς, έχει παραμεληθεί ένα: το ανθρώπινο. Όταν ο άνθρωπος γίνεται κωδικός σε ταμεία ανεργίας και ποσοστό σε στατιστικές, το ουσιώδες απουσιάζει, δεν νομίζετε;

Εργαζόμενη παλιότερα στη Διαφήμιση, σε επαγγελματικό κλάδο με τις μεγαλύτερες μαζικές μετακινήσεις στελεχών, ...τακτικά δεν ήμουν εργαζόμενη. Άνεργη μόνη μ’ ένα γάτο, άνεργη παντρεμένη, άνεργη μητέρα, χωρίς δουλειά για λίγο και για πολύ διάστημα, ναι, νομίζω ότι μπορώ να πω, με σοβαρότητα και ειλικρίνεια, ότι έχω καλή κακή πείρα.

Έτσι, ετοίμασα 92 mini κείμενα, επιφυλλίδες είναι ο όρος που τους ταιριάζει, όλα εντός του θέματος μα που έχουνε γραφτεί από μέσα προς τα έξω. Σαν γυρισμένη κάλτσα. Προσεγγίζουν, ή επιχειρούν να προσεγγίσουν τέλος πάντων, το θέμα της ανεργίας από την άλλη όψη. Από την μέσα όψη. Την ανθρώπινη. Καταδεικνύουν, σε όποιον ενδιαφέρεται, την εσωτερική πλευρά του προβλήματος. Το κομμάτι της φωτογραφίας της ανεργίας που λείπει.

Επιστράτευσα την λογοτεχνκή γραφή ως Εθελόντρια. Επειδή μπορεί και προσεγγίζει την ψυχή χωρίς να την πληγώνει. Ζητώ συγνώμη αν τυχόν δείξει παράταιρη η λογοτεχνική γραφή, αλλά δεν ξέρω άλλη...

(Εξάλλου, είμαι της γνώμης ότι η Λογοτεχνία δεν είναι ξένη.)

Αναρωτιόμουν, κι ίσως ακόμη κατά βάθος να το αναρωτιέμαι, τι μπορούν να προσφέρουν τα κείμενά μου αυτά. Δεν είμαι διστακτικός άνθρωπος, όμως τα εμπόδιζα να κυκλοφορήσουν έξω από το συρτάρι μου. Το θέμα της ανεργίας δεν είναι ένα αγαπητό θέμα στον κόσμο, πώς θα μπορούσε άλλωστε. Επιπλέον, τα κείμενα αυτά έχουν πράγματα μειλίχια δικά μου που ποτέ κανείς δεν είναι απόλυτα βέβαιος πως ήρθε η ώρα να βγουν στο φως.

Το αναρωτιόμουν ως τη μέρα που συνέπεσε να ακούσω από τρία στόματα τον ίδιο καλό λόγο. Της συμμετοχής. Η γλυκιά πρόθεση –συν. Συμμετέχω, συμπάσχω, συνεργασία, συναδελφικότητα... Μόνο με την κοινωνία δεν ταιριάζει καλά, εκεί γίνεται συγκοινωνία.

Αν αυτοί οι τρεις φίλοι με πείσαν ή αφέθηκα να πειστώ και λέω τώρα σαχλαμάρες, ελάχιστη σημασία έχει πια γιατί έχει γίνει, τα 92 κείμενά μου για την ανεργία με την σειρά ξεκίνησαν να βγαίνουν, ένα ένα σαν ροή παραγωγής μιας μηχανής που εργάζεται, και κυκλοφορούν ελεύθερα ...όπου τους βγάλει ο δρόμος τους: σε ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, σε μπλογκς, σε έντυπα... Κυρίως όμως κυκλοφορούν στα μέρη όπου μπορούν να πιάσουν αμέσως δουλειά: στο εργοτάξιο του νου και της καρδιάς.

Εάν ο δρόμος τους τα φέρει ως εσάς, παρακαλώ σπρώξτε τα στους φίλους σας. Να συνεχίσουν τον δρόμο τους στο δικό σας οδικό δίκτυο. (Εδώ του ταιριάζει που η κοινωνία γίνεται συγκοινωνία.) Για την συμμετοχή χρειάζονται δύο και περισσότεροι. Σίγουρα, πάντως, ακόμα ένας!


Σταδιακά, μπορείτε να τα βρίσκετε στις «Απόψεις» στην ιστοσελίδα του ΣΚΑΙ (http://www.σκαι.gr/ / Απόψεις ), στο μπλογκ http://nextok.blogspot.com/ της δημοσιογράφου Θεοδοσίας Κοντζόγλου και φυσικά εδώ στο μπλογκ μου. Και σε επιλεγμένα σημεία σε όλη την Ελλάδα!

Την αρχή έκανε το κείμενο "Όταν το επαγγελματικό κοστούμι κρεμιέται στην ντουλάπα". http://www.skai.gr/news/opinions/article/156899/otan-to-epaggelmatiko-kostoymi-kremietai-sti-doylapa-/ Και στο nextok.

Ακολουθεί, σαν αντίο για σήμερα, ένα επόμενο κείμενο ως τούτη την στιγμή άβγαλτο και ακυκλοφόρητο. Το αφήνω σε καλά χέρια. Τα δικά σας!




Ζητείται Υπέρβαση

Κουδουνίζεις σε μια χιονόμπαλα που κατηφορίζει την πλαγιά. Μετράς ανάποδα το ύψωμα κουδουνίζοντας «να βρω δουλειά – να βρω δουλειά – να βρω δουλειά». Κάπου κάποια στιγμή θα τερματίσεις. Στο «να», στο «βρω» ή στο «δουλειά». Θα αφουγκραστείς την ησυχία, θα αισθανθείς ασφαλής μέσ’ στην σιωπή και θα ξεμυτίσεις από την χιονόμπαλα στην αρχή δειλά ένα πόδι να ψαχουλέψει τον αέρα. Με αποστολή να διαπιστώσει εάν το περιβάλλον, κάτω εκεί στα χαμηλά, είναι αρκετά φιλικό, απαλό και πουπουλένιο. Για να υποδεχθεί έναν άνθρωπο όπως εσύ ταλαιπωρημένο από το πολύ «να βρω δουλειά», ξεπαγιασμένο από το χιόνι και ζαλισμένο από την κατρακύλα στην πλαγιά.

Η ανάβαση θα σε οδηγήσει στον Μύθο του Σίσυφου. Θα ανεβαίνεις, θα κατρακυλάς, θα ξανανηφορίζεις. Κουβαλώντας κάθε φορά στην πλάτη κι άλλα, νέα κούτσουρα και προσανάμματα: την παλιά σου τόλμη, τη δύναμη μιας πατημασιάς σου από περασμένη διαδρομή που σκόνταψε το πόδι σου στο χνάρι της, μια χειρόγραφη καρδούλα από νεανικό σου έρωτα, το κολιέ από πευκοβελόνες που ξεράθηκε αναμένοντας τον πιο λεπτό κοριτσίστικο λαιμό που ξέφυγε τρέχοντας να πάει να παίξει κουτσό, το φωτοτυπικό χαρτί που ανέχτηκε όλον εκείνον τον θυμό σου.

Όσο ο Σίσυφος σε παρακολουθεί στρίβοντας τσιγάρο, ψάχνεις τις τσέπες σου για άκαιρες επαγγελματικές σου κάρτες που πιστοποιούν μεγαλεία και αξιώματα. Τις ρίχνεις στην στοίβα με τα προσανάμματα και ξαναπαίρνεις την κατηφόρα κουδουνίζοντας.

Η Υπέρβαση δεν είναι Μύθος. Είναι ιστορικό ζητούμενο. Ο Σίσυφος χιλιάδες μυθικά χρόνια ανεβοκατεβαίνει. Επιτέλους ήρθες εσύ, μια ιστορική εποχή χωρίς δουλειά, να του κρατάς παρέα γεμάτος από ιστορίες επαγγελματικής ζωής και άλλες χαριτωμένες διηγήσεις με ηθικά διδάγματα. Ξεφυλλίζοντας τα διδάγματα, παίρνει αέρα το ήθος. «Λόγια του αέρα» σου λέει -ή δεν σου λέει;- ο Σίσυφος και σου παραγγέλνει με το άλλο δρομολόγιο σπίρτα. Στην κορυφή, έτοιμος για το τελευταίο κουδουνάτο κατρακύλισμα, ξέρεις πού ανήκεις.

Ανάβαση. Δεν είναι αρκετή για να φτάσεις πάνω. Υπέρβαση. Να ξεπεράσεις την κορυφή ώστε να φτάσεις στην κορυφή. Θα ξεπεράσεις την κορυφή και θα φτάσεις στην κορυφή. Στα πηγαινέλα σου κάπου στη διαδρομή έχασες ευτυχώς το Μέτρο. Το ανθρώπινο Μέτρο σου. Σου έπεσε από την τσέπη αλλά σκαλίζοντας μήπως το βρεις, στην ξηλωμένη φόδρα ξετρύπωσες το Υπέρ. Χωρίς το Μέτρο σου αδυνατείς να μετρήσεις πλέον την ανθρώπινη κορυφή σου, ξέφυγες. Σταμάτησες να μετράς την πλαγιά με κουδουνίσματα. Ανεβαίνεις υπερβαίνοντας τα όριά σου.

Τούτη τη φορά κουβαλάς στην πλάτη πάνω μαζί σου την Αυτοεκτίμησή σου, που την ανακάλυψες να κοιμάται κλαμένη από την εγκατάλειψή σου, και την Ελπίδα, που την ελευθέρωσες φυλακισμένη από την σκιά σου. «Σου ‘φερα και τα σπίρτα που μου ζήτησες, Σύφη (Σίσυφε)» του λες αλλά αυτός έχει πάρει φωτιά από την Ελπίδα, δεν έχει μάτια πια παρά μόνο για την Ελπίδα. «Άσ’ την κάτω, είναι δικιά μου» του λες έτοιμος να παλέψεις για την Ελπίδα σου. Η Ελπίδα, το κατάλαβες από το βάρος της, κυοφορεί ήδη το Μέλλον σου. Εδώ ψηλά, στην κορυφή, θα κάνει καλό στο βρέφος ο καθαρός αέρας, σκέφτεσαι όσο ανάβεις την πυρά να ζεστάνεις την καλή σου.

Σκέψη στο περιθώριο
Υπέρβαση (η) ουσ. [< υπερβαίνω] η πράξη του υπερβαίνω, διάβαση πάνω από κάτι /(μτφ.) ενέργεια πέρα από τα επιτρεπόμενα όρια. Υπερβατικός, -ή, -ό επιθ. / (φιλοσ.) ο σχετικός με τον υπεραισθητό κόσμο, που ξεπερνά την εμπειρία των αισθήσεων και είναι προσιτός μόνο με τη νόηση ή τη διαίσθηση. (Ελληνικό Λεξικό, Τεγόπουλος – Φυτράκης).
Νοέλ Μπάξερ