Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Πότε τελειώνει ένα βιβλίο;

Πότε τελειώνει ένα βιβλίο;

Νόμιζα ότι ένα βιβλίο τελειώνει για τον συγγραφέα όταν γράφει με μεγάλα, χοντρά γράμματα τη λέξη «ΤΕΛΟΣ» στην τελευταία σελίδα. Έτσι έβλεπα να κάνουν στις κινηματογραφικές ταινίες και μου άρεσε: ο πρωταγωνιστής συγγραφέας πληκτρολογούσε τη λέξη ΤΕΛΟΣ, ύστερα χαμογελούσε πλατιά, έβαζε τα χέρια πίσω στο σβέρκο και ξάπλωνε αναπαυτικά στην καρέκλα.

Στην πράξη έμαθα ότι με αυτό το τέλος δεν τελειώνει ένα βιβλίο. Μπορεί να είναι μια ταιριαστή κατάληξη για μια μυθοπλασία όπου ψεύτικοι άνθρωποι παίζουν τη ζωή, αλλά είναι ψέμα πως σταματάει εκεί ένα βιβλίο. Ακολουθούν χτενίσματα, ενδεχομένως κοψίματα, μετακινήσεις παραγράφων, σιάξιμο, τακτοποίημα, μια φασίνα με μεγάλες φούριες που φαίνεται ατέλειωτη … μέχρι που ξαναφτάνει ο συγγραφέας στη λέξη ΤΕΛΟΣ. Είναι ίσως η μόνη λέξη που την αφήνει εκεί που βρίσκεται αφού δεν επιδέχεται βελτίωση και η αναθεώρησή της θα άρει την σημασία της, μιας και τότε δεν θα είναι τέλος.

Πρόκειται όμως για ένα Νέο ΤΕΛΟΣ γιατί είχε δοθεί στο προγενέστερο κείμενο, στο πρώτο χειρόγραφο. Αφορούσε επομένως ένα άλλο κείμενο αφού δεν είναι ολόιδιο με τούτο. Κάθε αναθεώρηση καταλήγει σε ένα νέο τέλος αποδεικνύοντας πως το τέλος του βιβλίου ήταν προσωρινό κι άρα χαράς το τέλος! Σύρεται το ΤΕΛΟΣ από χέρι σε χέρι, από μάτι σε μάτι σε όλες τις επόμενες φάσεις προετοιμασίας του νέου βιβλίου, κυλάει ανέπαφο και ακλυδώνιστο, περήφανο και μαρμαρωμένο, φτάνοντας έτσι ως την τελευταία αναθεώρηση, την επίσημη.
Την τελειωτική.
Η λέξη ΤΕΛΟΣ τής ταιριάζει καλύτερα.

Και ίσως εκεί να φαίνεται πως τελειώνει ένα βιβλίο, αλλά όχι, ακολουθούν κι άλλες ευκαιρίες καλές για τέλος, όπως, για παράδειγμα, όταν εκδότης και συγγραφέας συνυπογράφουν την επικείμενη έκδοση. Στο τέλος της ουρίτσας της υπογραφής, στο λίκνισμα του μελανιού για ομορφιά, εκεί ο συγγραφέας βλέπει να λαμποκοπάει ή αχνοφέγγει ένα happy end.

Μέχρι να φτιαχτεί το βιβλίο ποικίλες στιγμές τέλους έρχονται επάλληλα σαν βαγονέτα, με κορυφαία την στιγμή που παίρνει στα χέρια του ο συγγραφέας το πρώτο τυπωμένο αντίτυπο ως βρέφος. «Τώρα τελείωσε! Σε αυτό!», δηλώνει συγκινημένος και άλλο τόσο βέβαιος. Και ολωσδιόλου λάθος, γιατί είναι ολοκαίνουργιο, πώς τελείωσε αφού δεν έχει ακόμα ξεκινήσει!

Πράγματι, από την επόμενη κιόλας μέρα διαψεύδεται. Το χθεσινό του βρέφος έχει γίνει ένα όχημα που μεταφέρει σε αναγνώστες εικόνες, σκέψεις, συναισθήματα, αύρα εποχών, γνώσεις, ιστορικά γεγονότα, αισθήματα ζουμερά, άλλα στεγνά, κάποια άλλα καυτά, τέλος πάντων, μην τα καταμετρήσουμε όλα, από όλη την ανθρώπινη παλέτα μπογιατισμένα αισθήματα. Με τη βοήθεια των αναγνωστών κατανοεί ο συγγραφέας πως ένα βιβλίο δεν μπορεί να τελειώσει χωρίς τον αναγνώστη. Ότι χρειάζεται «το πόδι του αναγνώστη», του καθένα ξέχωρα, για να σηκωθεί και να σταθεί όρθιο το βιβλίο του που λάθος είχε νομίσει πως τέλειωσε.

Στο στάδιο που υπεισέρχονται οι αναγνώστες, το ΤΕΛΟΣ αποδεικνύεται πια αδύνατο. Είναι ολοφάνερο πως δεν υπάρχει ένα τέλος αφού, δυνητικά, δεν τελειώνουν οι αναγνώστες. Τα λυγισμένα ράφια στις παλιές ξύλινες βιβλιοθήκες κουβαλούν διαβασμένα βιβλία σε επόμενους και μεθεπόμενους αναγνώστες. Ουκ έστιν αριθμός!

Ούτε όμως, αν πάρουμε τον κάθε αναγνώστη ξέχωρα, τελειώνει ποτέ ένα βιβλίο. Ο μεμονωμένος αναγνώστης σαν φτάνει κι αυτός στη λέξη ΤΕΛΟΣ και τη διαβάζει ανακουφισμένος ή λυπημένος, λαθεμένα πιστεύει κι αυτός πως το βιβλίο τελείωσε. Στην πραγματικότητα μόλις άρχισε. Οι ήρωες σελίδα-σελίδα μεταφέρθηκαν από το χαρτί στην ψυχή και στη μνήμη του αναγνώστη κι έγιναν χτήμα του. Κουβαλάει την ιστορία του βιβλίου μαζί με τις ιστορίες τις δικές του και όσες άκουσε από διερχόμενους διαβάτες και περαστικές αγάπες στην μακριά πορεία της ζωής του.

Ένα βιβλίο ποτέ δεν τελειώνει! Εκεί καταλήγει αυτό το κείμενο και μένει στη μέση. Θέλω να γράψω ΤΕΛΟΣ και να το τελειώσω εκεί, σε αυτό το σημείο της παραδοχής της ματαιότητας, και να καθίσω κι εγώ αναπαυτικότερα στην καρέκλα μου. Όμως δεν είμαι μια συγγραφέας σε ταινία. Φυλλομετράω τις 330 χειρόγραφες σελίδες του καινούργιου μου μυθιστορήματος που του έδωσα τον τίτλο «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας», χορτάτη και ελαφρά ταλαιπωρημένη από το να την ακολουθώ τόσο καιρό, νιώθοντας στην άκρη των δακτύλων μου το χαρακτηριστικό γαργάλημα που μου λέει να συνεχίσω, ότι δεν τελείωσα, χρειάζεται μια λεξούλα ακόμα. Με μεγάλα, χοντρά γράμματα να γράψω τη λέξη ΤΕΛΟΣ.

Δεν την γράφω. Σηκώθηκα από την καρέκλα που στις ταινίες θα έφερνα σβούρα πανηγυρίζοντας.