Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Μια αγανακτισμένη σελίδα από τετράδιο

Ανέμιζε σαν φύλλο στον άνεμο. Ήταν ένα φύλλο χαρτί, μια σελίδα με γραμμές σκισμένο άτσαλα από κοινό τετράδιο. Το συγκεντρωμένο πλήθος στο Σύνταγμα φώναζε, μούντζωνε, γελούσε, γυναίκες χτυπούσαν τα καπάκια από τις κατσαρόλες τους και ένα ζευγαράκι μπροστά μου φιλιόταν με πάθος. Στην καρδιά του όχλου.

Ετερόκλητο πλήθος σε έξαρση και εξέγερση, όλοι μαζί σαν ένα πλήθος κοιτούσαν τη Βουλή και περίμεναν από τον νεαρό άντρα μπροστά τους, ο οποίος για να φαίνεται στεκόταν μισοανεβασμένος στο οδόφραγμα στραμμένος προς αυτούς, να δώσει το επόμενο σύνθημα. Το λαχταρούσαν να πέσει αδηφάγα. Σταματούσαν για λίγο να χτυπούνε την κατσαρόλα για να κάνουν ησυχία και να το ακούσουν καλά. Να το πιάσουν στον αέρα όπως θα φύγει από το χαρτί, το φύλλο που ανέμιζε. Συμβουλευόταν εκείνος το χαρτί του ρίχνοντας μια ματιά και φώναζε ένα από τα συνθήματα με την ντουντούκα. Θαρρώ δεν ακολουθούσε την σειρά. Αντί τα πράσινα φωτάκια που χόρευαν στους τοίχους και τις κλειστές γρίλιες της Βουλής, εγώ παρακολουθούσα αυτόν.

Όχι αυτόν. Το χαρτί που κρατούσε.

Όσο το πλήθος -εμείς- επαναλαμβάναμε σαν καλοί μαθητές την πρόταση που ήταν γραμμένη και είχε εκφωνήσει ο κύριος, εκείνος ανέμιζε το χαρτί δίνοντάς μας το τέμπο. Σαν μαέστρος κατηύθυνε την δημόσια συναυλία μας κουνώντας έντονα τα χέρια του και η σελίδα από το τετράδιο χρησίμευε σαν η σοφιστικέ μπαγκέτα του. Αν το πλήθος τα πηγαίναμε καλά, ο μαέστρος μας όλο χαμόγελα βύθιζε την προσοχή του πίσω στο χαρτί που στεκόταν ακίνητο ίσα-ίσα όσο να ψαρέψει ένα επόμενο εξίσου καλό σύνθημα.

Ήταν μια επιφανής σκισμένη σελίδα από τετράδιο. Όχι καμιά τυχαία, κι ας ήταν ευτελούς αξίας. Αυτή ήταν η τυχερή του τετραδίου. Η καθαρογραμμένη. Η Σταρ Σελίδα. Ενδεχομένως να ήταν η τελευταία σελίδα στο τετράδιο, εκεί που δοκιμάζουμε το στυλό αν γράφει και την έχουμε για πέταμα. Θα είχαν προηγηθεί διάφορες άτυχες σελίδες πριν από αυτήν που θα χρησιμοποιήθηκαν ως πρόχειρες, σαν γυναίκες της μίας φοράς, ερωμένες της ξεπέτας, γράφοντας και διαγράφοντας συνθήματα, έξυπνες ατάκες, χλευασμούς σε ρίμα, ομοιοκαταληξίες με το «ξουτ» και το «ουστ».

Αυτή η σελίδα τετραδίου που έβλεπα εγώ, που γνώρισα και ξετρελάθηκα μαζί της, ήταν πολυγραμμένη. Με χυδαίο στυλό. Επιπέδου περιπτέρου. Καλό ταίρι για μια σελίδα από κοινό τετράδιο. Όμως με νοικοκυρεμένα, ευανάγνωστα γράμματα και, θέλω να ελπίζω, ελεγμένη ορθογραφία. Ήταν η ωραία καθαρογραμμένη.

Η οργή του λαού είχε στάξει με λέξεις πάνω σε αυτό το χαρτί. Η σελίδα που παρακολουθούσα με επιμονή και δεν έχανα από τα μάτια μου ήταν μια δεξαμενή που γέμισε οργισμένες λέξεις με εσάνς παλιάς επανάστασης.

Κι όσο φώναζα ένα μεσαίο, θαρρώ, σύνθημα συγχρονισμένη με το ζευγαράκι μπρος μου που επιτέλους αποφάσισε και χρησιμοποίησε το στόμα του για έναν πιο ομαδικό σκοπό, σκεφτόμουν τον κάτοχο του κοινού μπλε τετραδίου σπίτι του ή σε μια γωνιά στην συνοικιακή καφετέρια, ίσως και στο Κάτω Σύνταγμα καθισμένος στην σκιά των δέντρων το πρωί να γράφει, διαγράφει, ξαναγράφει και καθαρογράφει συνθήματα. Το ένα κάτω από το άλλο, σε στοίχιση σαν τους αστυνομικούς που ήταν παραταγμένοι γύρω από την πλατεία. Κι αν αυτός ο συνειρμός λόγω του περιεχομένου της δεν είναι στην σελίδα μου αρεστός, ας πούμε πως έμοιαζαν με χρωματιστές ξυλομπογιές που τοποθέτησε κάποιο παιδάκι σε μια σελίδα χαρτί την μια ξυλομπογιά κάτω από την άλλη για να παίξει.

Ήθελα να μείνω ως το τέλος. Ήμουν περίεργη τι της επιφύλαξε το μέλλον. Ήθελα να δω τον άντρα της να την μαζεύει. Ήμουν περίεργη αν θα την δίπλωνε σαν λευκό γιορτινό τραπεζομάντιλο, με ανάλογη τιμή και αγάπη, ή σαν ένα παλιόχαρτο που έκανε τη δουλειά και θα πεταχτεί πριν μπει το ρούχο στο πλυντήριο. Μήπως έχει την τύχη της λίστας του σούπερ μάρκετ ανησυχούσα.

Ήθελα επίσης να διαπιστώσω, γιατί είχα αγωνία για τη φίλη μου, αν θα την βάλει στην τσέπη του πουκαμίσου του που ακουμπάει την καρδιά του ή στην ποταπή κωλότσεπη στο παντελόνι του. Ήθελα να δω, με άλλα λόγια, αν θα πέσει στα χαμηλά ή θα πάρει τα υψηλά διαζώματα που της αξίζουν. Κι ας μην συνηθίζεται μια απλή σελίδα τετραδίου να γυρεύει αξιώματα.

Αυτής της άξιζε, θαρρούσα.

Ήμουν περίεργη να δω αν ήξερε ο κάτοχός της ότι εκείνη την ώρα η σελίδα αυτή έγραφε Ιστορία.

Έφυγα πριν από την σελίδα δυστυχώς. Την άφησα να ανεμίζει με φόντο τη Βουλή σε ρυθμό συνθήματος και βυζαντινού Ιπποδρόμου. Σήκωσα το χέρι μου και το ανέμισα κι έτσι χαιρετηθήκαμε με την σελίδα.

Δεν πρόλαβα να φτάσω ως την γωνία και άκουσα το συγκεντρωμένο πλήθος να μου φωνάζει «ουστ!»

(Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρον. περιοδικό «Ως3»,
στήλη «Χώστρια», τεύχος Ιουλίου)