Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Εφ' όλης της ύλης

Εφ' όλης της ύλης τα λέμε με την δημοσιογράφο Θεοδοσία Κοντζόγλου στη συνέντευξη που δημοσιεύτηκε σήμερα στις ιστοσελίδες ΝΕΧΤΟΚ και ΣΚΑΪ.GR.


Nextok: Ποια είναι τα συναισθήματά σας τώρα που το τρίτο σας βιβλίο βρίσκεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων;
Ν. Μπάξερ: Όπως και στα προηγούμενα δύο, κυριαρχεί πως χαίρομαι για τους ήρωες του βιβλίου λες και είναι αληθινοί άνθρωποι και φίλοι μου. Χαίρομαι γι’ αυτούς. Που τους βλέπω στα βιβλιοπωλεία, που τους συναντώ στο μετρό… Δεξιά κι αριστερά έχουμε πολλές ευκαιρίες να βρεθούμε και κάθε νέα φορά είναι μια νέα χαρά. Τους βλέπω καλά, αυτό εισπράττω, και με χαροποιεί σαν να ήταν άνθρωποι αλλά αυτό μην σας ξαφνιάζει γιατί ζήσαμε μαζί αρκετούς μήνες και φυσικό είναι πως δεθήκαμε.
Για να είμαι ειλικρινής πρέπει να ομολογήσω, όμως, πως αυτή η χαρά δέχεται μικρές δαγκωματιές όταν ανακαλύπτω, ή το συνειδητοποιώ, πως μέρα με τη μέρα οι ήρωες του βιβλίου μου απομακρύνονται από μένα. Κάθε μέρα, ακόμη και τις Κυριακές, βρίσκουν νέους αναγνώστες. Κάνουν νέες φιλίες, μπαίνουν σε άλλους κόσμους κι όλα αυτά τα βλέπω να διαδραματίζονται σαν πίσω από το τζάμι μιας βιτρίνας. Είμαι αμέτοχη κι αυτό είναι παράξενο συναίσθημα, κάπως κρύο, κι ας είναι το φυσιολογικό να συμβαίνει. Το ερμηνεύω πως έχει να κάνει με την απώλεια της εξουσίας μου, τη χαμένη δύναμη που είχα πάνω στο βιβλίο, όχι μόνο πάνω στους ήρωες. Όταν καταλαβαίνεις πως δεν είσαι πια πανίσχυρος είναι ένα σοκ αυτό, δεν συμφωνείτε;
Nextok: Έρχεται ποτέ η στιγμή που «κόβονται» ολοκληρωτικά οι δεσμοί σας;
Ν. Μπάξερ: Και βέβαια! Αναπόφευκτα φτάνει μια ώρα που πλέον αποχαιρετώ τελεσίδικα το βιβλίο. Έρχεται αφού έχει περάσει κάμποσος καιρός από την κυκλοφορία του. Αυτό έχει πια περπατήσει μόνο του αποκτώντας βηματισμό και αυτοπεποίθηση, κι εγώ είμαι έτοιμη να τραβήξω για αλλού. Κάπου εκεί δίνουμε τα χέρια και χωρίζουν οι δρόμοι μας. Δεν υπάρχει θλίψη σε αυτό και ας φαίνεται έτσι. Τότε βλέπω ένα νέο δρόμο μπροστά μου, προς ένα καινούργιο βιβλίο, κι έχω εξαιρετικά καλή διάθεση, μεγάλη όρεξη να τον ακολουθήσω.
Nextok: Χωρίς δυσκολία θα λέγαμε ότι η συγγραφέας Νοέλ Μπάξερ απευθύνεται στον αναγνώστη που επιλέγει το πολύ καλό βιβλίο. Αυτό φάνηκε από το πρώτο σας έργο "Από δρυ παλιά και από πέτρα" που έγινε μπεστ σέλλερ όπως και στο δεύτερο βιβλίο σας "Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος", το οποίο σημειώνει εξαιρετικές πωλήσεις παρά την δύσκολη οικονομική συγκυρία. Ο προσωπικός σας στόχος ποιος είναι όταν γράφετε;
Ν. Μπάξερ: Να γράψω ένα καλό μυθιστόρημα και να το χαρώ γράφοντας. Μόνο αυτό. Είμαι προσκολλημένη σε αυτή την αρχή. Δεν έχω στο μυαλό μου το μετά. Προσπαθώ κιόλας να μην το έχω, σκόπιμα, επειδή θέλω να είμαι ελεύθερη όταν γράφω. Άμα έχω το βάρος του τι θα γίνει μετά, αν θα αρέσει το βιβλίο που ακόμη δεν έχει γραφτεί, δεν θα μπορέσω να «πετάξω» κι αυτό θα μου κόψει από τη χαρά της συγγραφής και επίσης θα ρίξει σκιά στο κείμενό μου. Είμαι πολύ επιμελής, δεν αφήνω το γραπτό μου να λερωθεί. Ο στόχος μου είναι η δουλειά μου, να δώσω ένα καλό κείμενο: καλά στημένη και ευρηματική πλοκή, χαρακτήρες ωραίους και στιβαρούς και γραφή άριστη κατά το δυνατόν και κατά το προσωπικό μου γούστο. Κατά τον ίδιο τρόπο, πρέπει να σας πω πως δεν με απασχολεί ούτε το πριν. Εκείνη την ώρα δεν έχω κανένα δέσιμο με τα προηγούμενα. Η δημιουργία εκτιμώ πως είναι μια ανεξάρτητη πράξη, χωρίς συνέχειες και κληρονομιές. Ένα νέο βιβλίο είναι ένα ολοκάθαρο βιβλίο. Ξεκινάει από μια λευκή σελίδα.
Nextok: Από τους αναγνώστες, τους βιβλιοπώλες και το διαδίκτυο φαίνεται ότι δημιουργήθηκε ένα "Μπαξερικό" αναγνωστικό κοινό, ένα κοινό με ιδιαίτερες απαιτήσεις. Πώς καταφέρνετε να ικανοποιείτε αυτό το κοινό; Ποιο είναι το συγγραφικό σας μυστικό;
Ν. Μπάξερ: Πίσω από κάθε γραμμή ο αναγνώστης μου μπορεί να με δει. Δεν αφήνω από μόνη της την έμπνευση να με οδηγήσει κι όπου με βγάλει. Την φοβάμαι την έμπνευση που καλπάζει σε ένα γραπτό ανεξέλεγκτα. Ίσως επειδή έχω μια ευκολία με τους συνειρμούς. Αν την ώρα που γράφεις για ένα λευκό βότσαλο δεις στη θέση του ένα άσπρο αυγό, χάθηκες! Κινδυνεύεις να χαθείς σίγουρα αν δεν μπεις μέσα να χωρίσεις το γόνιμο και χρήσιμο από το περιττό και το ζημιογόνο.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό μου και όχι μυστικό μου είναι πως προετοιμάζω το έργο και τον εαυτό μου πολύ πολύ καλά πριν κάτσω να γράψω. Δεν εννοώ μόνο την ιστορική έρευνα που είναι ευνόητο πως απαιτεί γερή προετοιμασία για να είσαι το μίνιμουμ συνεπής. Δεν συμμερίζομαι την άποψη πως επειδή είναι μυθιστόρημα μπορεί να γράφουμε ό,τι θέλουμε. Το μυθιστόρημα δεν μας παρέχει το δικαίωμα να βάζουμε μέσα ιστορικές ανακρίβειες, αυτή την ελευθεριότητα την παίρνει ή δεν την παίρνει μόνος του ο συγγραφέας. Είναι μια επιλογή, δηλαδή. Προσωπικά έχω επιλέξει να είμαι σοβαρή. Η έρευνα, να το πούμε κι αυτό, δεν είναι απαραίτητα ιστορική. Εμπλέκω μέσα ως και Ποίηση. Όταν έγραφα για τον Μυστρά στο τελευταίο μου βιβλίο, παράλληλα έψαχνα ποιήματα. Έλεγα πως δεν μπορεί να μην εμπνεύστηκαν ποιητές από την ομορφιά και την ιστορία του Μυστρά. Έτσι συνάντησα το ποίημα του Ρίτσου. Δεν το γνώριζα πριν.
Πριν ξεκινήσω, λοιπόν, έχω στήσει τα σκηνικά μου, έχω επιλέξει τις τεχνικές μου κι έχω βρει κάποια τεχνάσματα, ας τα πούμε ευρήματα, που μου φαίνονται ενδιαφέροντα να χρησιμοποιήσω και τα έχω βάλει στην άκρη. Ακόμη, έχω προαποφασίσει αν θα κάνω πειραματισμούς στο καινούργιο βιβλίο και έχω στο μυαλό μου για πού τους προορίζω. Παράδειγμα, στο «Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος» έπλεξα πλεξούδα τρεις χρόνους, το απόλυτο τώρα, το σύγχρονο και το παρελθόν. Στο «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας» όλη η 2η ενότητα ήταν για μένα ένας πειραματισμός στο ύφος της γραφής. Μια δοκιμή να βάλω το υπερβατικό. Οι πειραματισμοί με βοηθούν να βελτιωθώ, ασφαλώς συμβαίνει αυτό, είναι όμως κι ένα παιχνίδι που με κρατάει σε εγρήγορση τους πολλούς μήνες της συγγραφής. Οι αναγνώστες μου σιγά-σιγά, ποιος ξέρει, ίσως να έχουν μάθει να το ψάχνουν αυτό.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα τα στοιβάζω όλα μέσα μου και φουσκώνω επικίνδυνα όπως καταλαβαίνετε, αλλά είναι απαραίτητη αυτή η διαδικασία και πιστεύω απόλυτα ορατή στο τελικό αποτέλεσμα, στο βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας. Όλος αυτός όμως ο μηχανισμός αυτόματα καταρρέει την στιγμή που γράφω το πρώτο γράμμα της πρώτης λέξης στην πρώτη σελίδα. Τότε ακαριαία νιώθω τον εαυτό μου μαγικά ελεύθερο. Δεν θα το έλεγα μυστική φόρμουλα, ούτε βέβαια μαγεία. Υπάρχει μια επαναλαμβανόμενη πρακτική που βγαίνει φυσικά κι ας φαίνεται στα μάτια τρίτων ιδιαίτερη. Που ισχύει βέβαια στα πάντα, ως και στον τρόπο πχ που ο καθένας μας πλένει με διαφορετικό τρόπο τα πιάτα. Δεν είναι κάτι σπουδαίο δηλαδή. Ο κάθε συγγραφέας έχει τον δικό του τρόπο που γράφει.
Nextok: Ποια πρόσωπα σας ενέπνευσαν ώστε να δημιουργήσετε τους πρωταγωνιστές του βιβλίου σας: "Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας";
Ν. Μπάξερ: Φαντάζομαι εννοείτε εκτός από τον Ερρίκο Σλήμαν και την Σοφία Εγκαστρωμένου-Σλήμαν. Δεν ξέρω να σας απαντήσω. Δεν υπήρχε έτοιμος κανείς.
Nextok: Το νέο σας μυθιστόρημα είναι πολυπρόσωπο. Θα ήθελα να σταθώ σε μια δευτερεύουσα ηρωίδα, τη Ρέα. Ίσως επειδή είμαι γυναίκα κοντά στην ηλικία της, την ένιωσα βαθιά. Θα ήθελα να σας ρωτήσω, τι σας έκανε να την σπρώξετε να πάρει την απόφαση που πήρε στο βιβλίο;
Ν. Μπάξερ: Ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα είναι σαν ένα τριαντάφυλλο. Έχει πολλά πέταλα. Τα μέσα και τα έξω, τα μεγάλα και τα μικρά. Η Ρέα, η μητέρα της κεντρικής ηρωίδας, ανέλαβε να σηκώσει μόνη της το φορτίο μίας παράλληλης ιστορίας. Ταυτόχρονα μάνα και κόρη αποχαιρετούν το όνειρό τους, η μια κρυφά από την άλλη. Το όνειρο της Ρέας, που αναφέρεστε, είναι αυτό που δυστυχώς καλούνται να αποχαιρετήσουν οι εννέα στις δέκα γυναίκες όταν πατάνε τα σαράντα, το όνειρο της μίας και παντοτινής μεγάλης αγάπης. Οι εναλλακτικοί τρόποι να αντιδράσει κανείς είναι πολλοί, από την κατάθλιψη και την παραίτηση ως τον τρίτο άνθρωπο ή ακόμη πιο εξτρίμ λύσεις, όπως να τα μαζέψει και να φύγει. Για το συγκεκριμένο βιβλίο και τη δική μου Ρέα επέλεξα μια εσωτερική κραυγή που κατέληξε σε μια μεγαλειώδη έξοδο τύπου Μεσολογγίου. Άλλοτε άφηνα τον σπαραγμό της να καλοφανεί στον αναγνώστη, τον ξεδίπλωνα σαν απλωμένο σεντόνι, κι άλλοτε τον έκρυβα επιμελώς πίσω από φέτες χιούμορ, όμως αυτό δεν έκανε τη Ρέα λιγότερο τραγικό πρόσωπο. Κάποιοι άνθρωποι αναζητούν μόνο έντονα συναισθήματα, όπως άλλοι θέλουν να φοράνε μόνο ρούχα με έντονα χρώματα. Η Ρέα είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Νιώθει το παραμικρό μεγάλο και αποζητά την ένταση ερμηνεύοντάς την ως γνησιότητα.
Απέκλεισα από την αρχή το να ασχοληθώ στο «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας» με μια σχέση τριγώνου. Η σχέση αυτή είναι εξωστρεφής, εμπλέκονται τρεις, ενώ εγώ αποζητούσα την εσωστρέφεια και τον νυχτερινό σιωπηλό μοναχικό σπαραγμό. Εάν έμενα όμως μόνο σε αυτό θα ήταν λάθος. Ένας ήρωας βιβλίου με το τσαγανό της Ρέας δεν μπορεί να μην υπερχειλίσει. Κι αυτό έκανα. Χαίρομαι που η Ρέα σάς έπεισε.
Nextok: Η ιστορική έρευνα έχει την τιμητική της και στο τρίτο σας βιβλίο. Ποιος είναι ο βαθμός δυσκολίας αυτής της προσπάθειας;
Ν. Μπάξερ: Προσωπικά την θεωρώ ευχαρίστηση και όχι δυσκολία. Κάθε έρευνα έχει δυσκολίες. Είναι ένας δρόμος που παίρνεις και τον περπατάς. Άλλοτε σταματάει σε ένα σημείο απότομα και σε απογοητεύει ενώ άλλες φορές απρόσμενα σε φέρνει σε ξέφωτα, σε σταυροδρόμια και περίλαμπρες μεγαλουπόλεις. Αυτή είναι η μαγεία της έρευνας. Το μέγα άγνωστο που σε τραβάει να το γνωρίσεις, να το οικειοποιηθείς, να το ζυμώσεις, να το μασήσεις, να το μυρίσεις. Να χουχουλιάζεις με την Ιστορία και ανθρώπους που έζησαν στο παρελθόν. Ή σου αρέσει αυτό ή δεν σου αρέσει. Εμένα μου αρέσει πολύ!
Nextok: Αλήθεια, ποια είναι η καθημερινότητα της Νοέλ Μπάξερ όταν δεν ερευνά και όταν δεν γράφει;
Ν. Μπάξερ: Ό,τι και η δικιά σας. Απλώνω την μπουγάδα μου και τηγανίζω πατάτες. Έχω σύζυγο, παιδί και σκύλο. Σπάνια δεν δουλεύω όμως. Με την έννοια πως, όταν δεν γράφω, τότε είτε βρίσκομαι στο λανσάρισμα του βιβλίου είτε στο μυαλό μου δημιουργώ το επόμενο. Αφού μπορώ να σκέφτομαι όσο σιδερώνω τα ρούχα, μπορώ και να εργάζομαι!
Nextok: Κυρία Μπάξερ από τη σημερινή Ελλάδα, τι μπορούν να περιμένουν τα παιδιά μας; Εσείς προσωπικά πώς βιώνετε τη καθημερινότητα του 2012;
Ν. Μπάξερ: Όλη την περσινή χρονιά κυκλοφορούσα κάθε Τετάρτη στο Διαδίκτυο ένα κείμενο που στριφογύριζε την ανεργία. Από μέσα προς τα έξω. Με ανθρώπινα μάτια κοιτούσαν τα γραπτά μου την ανεργία κι όχι με στατιστικό ενδιαφέρον. Δεν έκρυψα πως τα κείμενα αυτά ήταν τόσο βαθιά ανθρώπινα επειδή ήταν τόσο οδυνηρά αληθινά. Τα υλικά μου ήσαν βιολογικά: προσωπικές εμπειρίες, άλλες δικές μου και άλλες στο περιβάλλον μου. Αυτός ήταν ο δικός μου τρόπος να αντισταθώ και συνάμα να βοηθήσω. Κάποια από αυτά είχατε την καλοσύνη να αναδημοσιεύσετε κι εσείς.
Η δική μου οικογένεια δυστυχώς ανήκει σε αυτές που εμβόλισε η παλιοΚρίση. Ο άντρας μου έχει εγκατασταθεί και εργάζεται στο εξωτερικό, γίναμε σκορποχώρι. Ενώ κανείς θα έλεγε πως τώρα θα του δώσω να καταλάβει, πως όχι κάθε Τετάρτη αλλά κάθε δεύτερη μέρα θα κυκλοφορώ νέο κείμενο, θα βομβαρδίσω το Διαδίκτυο, θα γονατίσει από το βάρος του πύρινου λόγου μου, εγώ σίγησα. Αυτό ένιωσα, αυτό έκανα. Το τελευταίο μου κείμενο για την ανεργία ήταν τα περίλυπα λόγια που έλεγε στον άντρα μου ο σκύλος του καθώς εκείνος ετοίμαζε την βαλίτσα του να φύγει. Ένας δραματικός αποχαιρετισμός με, ευνόητα, όλο τον σπαραγμό της εγκατάλειψης που βίωσα.
Παρόλα αυτά, για να πάω στο πρώτο σκέλος της ερώτησής σας, θα σας ξαφνιάσω λέγοντας πως τα παιδιά μας και η σημερινή Ελλάδα είναι απόλυτα συμβατά. Ιστορικά, τα μεγάλα μυαλά και οι σπουδαίοι άνθρωποι δεν βγήκαν από την χλιδή και το καθισιό αλλά από την συνειδητοποίηση της στέρησης και την ανάγκη για προκοπή, να βελτιώσουν τη θέση τους. Δεν συμμερίζομαι το εύκολο φευγιό σαν λύση. Βλέπω γύρω μου ενοχλητική επιπολαιότητα στο θέμα αυτό. Δεν θεωρώ καλή στάση τις γυρισμένες πλάτες. Η πατρίδα μας είναι αυτή, έχει ζήσει ενδοξότερες μέρες αλλά τώρα είναι αυτή, και εξαρτάται από εμάς. Δεν βλέπω σε αυτό μόνο ένα χρέος, βλέπω μια ευκαιρία, ένα ενδιαφέρον ομαδικό πρότζεκτ, για να το πω με τη διεθνή γλώσσα που επιλέγουν να μιλάνε πολλοί Έλληνες. Εγώ θέλω να είμαι εδώ να συμμετέχω σε αυτόν τον σπουδαίο αγώνα. Ενώ θα μου ήταν πιο εύκολο από σας να το βάλω στα πόδια επειδή το έχω δίπορτο λόγω της διπλής μου καταγωγής και να θυμηθώ στην ανάγκη την ασφαλή Αγγλία, έχω αποφασίσει πως θα είμαι η τελευταία που θα φύγει. Εγώ θα κλείσω την πόρτα!
Nextok: Ίσως είναι πολύ νωρίς αλλά σίγουρα οι αναγνώστες σας θα θέλουν να μάθουν πότε θα αρχίσετε τη συγγραφή του επόμενου βιβλίου. Μήπως έχετε κάτι στο μυαλό σας;
Ν. Μπάξερ: …Έχει αρχίσει η χαρακτηριστική ταραχή. Έτσι ξεκινάνε όλα. Από ένα μόνιμο καρδιοχτύπι σαν ερωτευμένη. Όπου να ‘ναι θα έχω την αναστάτωση της γάτας που ετοιμάζεται να γεννήσει. Τα ξέρω τα συμπτώματα πια. Έχω συλλάβει την ιδέα και μπρος μου έχω μια πολύμηνη περίοδο κυοφορίας. Είναι πολύ νωρίς ακόμη. Δεν βιάζομαι. Θέλω να το χαρώ.

http://nextok.blogspot.gr/#!/2012/06/blog-post_07.html


Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Η τελευταία Αμαζόνα ανατρίχιασε

Στο άγγιγμα του άντρα, πρώτα ξαφνιάστηκε και ύστερα αγριεύτηκε η έφιππη Αμαζόνα της τελευταίας, της τελικής μετόπης του Παρθενώνα. Πολεμούσε στη δυτική πλευρά, σε καλή θέση, φάτσα δύση. Πράγματι από κει πάνω είχε χαρεί τις χιλιάδες δύσεις που της είχε υποσχεθεί η αρχαία πόλη της Αθήνας όταν το πάρα πολύ πάλαι ποτέ μεσουρανούσε. Μια πόλη που μεσουρανεί να σου τάζει δύσεις! Τότε η Αμαζόνα το είχε βρει οξύμωρο. Σήμερα, προφητικό. Της το είχαν υποσχεθεί όμως οι αρχαίοι Αθηναίοι, η πέτρα ποτέ δεν ξεχνάει, όταν με το άλογό της την σήκωσαν από το έδαφος και την στήριξαν όρθια ανάμεσα σε δυο τρίγλυφα στην κορυφή του Παρθενώνα (σχεδόν στην κορφή, το αέτωμα είχε το ρετιρέ). Χωρίς να της πουν τότε πως κάποτε θα χάσει τον ουρανό και τ’ άστρα και ότι από τα ψηλά θα βρεθεί ξανά στα χαμηλά, στο χώμα.
Η τελευταία Αμαζόνα οργίστηκε, με την εσωστρέφεια της πέτρας αναγκαστικά. Αιχμάλωτη από το υλικό που ήταν φτιαγμένη.
Την άγγιζαν! Ανατρίχιασε. Ρίγησε η πέτρα. Της ήταν ξένο αυτό το άγγιγμα και δεν ήθελε να του αφεθεί. Η Αμαζόνα ήτανε συνηθισμένη μόνο στο χέρι του αρχιμαρμαροτεχνίτη του Φειδία. Τούτο το χέρι τής ήταν ξένο, σκληρό από υγρά σαπούνια πιάτων, στριφτά τσιγάρα και λάθος χειρονακτικές εργασίες. Ενοχλητικά τραχύ από άγνωστες στην Αμαζόνα μας χειροτεχνίες και χειροποίητα. Βιαστικό λες και υπακούει σε ωράρια. Και εχθρικό. Έτσι το χαρακτήρισε αυτή που η ζωή της ήταν οι άγριες μάχες.
Ο πεσμένος πολεμιστής με τον οποίο μοιραζόταν την μετόπη της, Αθηναίος οπλίτης, όπως της συστήθηκε, την κοιτούσε. Τον είχε ρίξει η Αμαζόνα στο έδαφος της μετόπης με το δόρυ της την στιγμή που πέτρωσε η μυθική πάλη τους, όταν μαζί τους πέτρωσε η στιγμή. Στην στάση αυτή, σε ένα σύμπλεγμα οι δυο τους που κάπως μιμείτο τον μεταγενέστερο Άη-Γιώργη, ο οπλίτης την κοιτούσε ακόμη. Στην ικεσία και στο φόβο, στη ματιά του, διέκρινε τώρα κοροϊδία. Χλευασμό και εκδίκηση. Ο νικημένος νίκησε με τη βοήθεια του χρόνου. Έκανε 2.500 χρόνια υπομονή και να που κέρδισε. Αν δεν ήταν πέτρινος και στριμωγμένος σε μια μετόπη, θα σηκωνόταν όρθιος και θα έδινε το χέρι του για ευχαριστώ στους συντηρητές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και του Μουσείου της Ακρόπολης που τον έβγαλαν από την ήττα του.
«Ρε από μια γυναίκα! Σε νίκησε μια γυναίκα, ξεφτιλισμένε!» τον μάλωνε μέσα από το δόντια του ένας ειδικευμένος εργάτης που πλησίασε στην μετόπη με κράνος. «Μας ντρόπιασες», τον μάλωσε ξανά ενώ τον χάιδευε σκουπίζοντας από πάνω του την σκόνη 25 αιώνων.
«2.500 ταπεινωμένα χρόνια», παραδέχτηκε ο Οπλίτης απολογητικά.
«Τι λες μωρέ;», τον έφερε στην πραγματικότητά μας ο σύγχρονος αρχιμαρμαροτεχνίτης κανενός Φειδία. «Εκείνα ήταν τα ταπεινωμένα χρόνια; Τούτα είναι! Πριν, καλά ήταν. Είχαμε τα επιδόματα.»
Η τελευταία Αμαζόνα περίμενε τελευταία την σειρά της. Υπομονετικά όσο χαϊδευόταν ο οπλίτης. «Δεν μου αξίζει» θα παραπονιόταν εάν είχε κάποιον να την ακούσει. Ο Φειδίας της όμως ήταν μακριά. Ούτε άκουγε πουθενά τον γλυκό λόγο του Περικλή, να την σώσει. Αναλογίστηκε από πόσα είχε διασωθεί σε αυτά τα πάρα πολλά χρόνια έως την αήττητη τωρινή επίθεση. Στις ανατινάξεις του ναού είχε μείνει στη θέση της ακούνητη, επειδή ακριβώς ήταν καλή στο να πολεμάει. Επίσης είχε σωθεί από επιθέσεις πουλιών, από σμήνη και σμήνη πουλιών και λευκά περιστέρια τάχα αθώα, αυτή τα ήξερε από την καλή κι από την ανάποδη. Δεν αμέλησε, τέλος, η έφιππη Αμαζόνα της τελευταίας μετόπης πως αυτή είχε γλιτώσει από την αρχαιολογική λαγνεία πρότερων ανδρών. Ερασιτεχνών. Είχε γλιστρήσει από το μάτι τους και είχε ξεφύγει ή μπορεί να είχαν φοβηθεί το μυτερό της ακόντιο, μην τους βρει η μοίρα του πεσμένου οπλίτη. Σε αυτό κατέληξε αυτάρεσκα. Γι’ αυτές τις νίκες της, για να την τιμωρήσουν οι επίγονοι Αθηναίοι, της άφηναν τον χρόνο να αναλογιστεί τι θα χάσει εκτός από τις δύσεις της και τον ελεύθερο αττικό ουρανό.
Τη χαμένη της δόξα, λοιπόν, θυμόταν όταν ο συντηρητής την έβγαλε απότομα από τις σκέψεις της. Την ενόχλησε εκ νέου θωπεύοντας το γυναικείο της κορμί που, σαν να μαρμάρωσε από φόβο, στεκόταν ακίνητο, και συνέχισε μετά, ο αναίσχυντος, χαϊδεύοντας και το άλογό της που σάστισε και ξέχασε να χλιμιντρίσει. Πεισματικά, για να αμυνθεί, η Αμαζόνα ανακάλεσε το άλλο, εκείνο το αρχαίο άγγιγμα. Και το βλέμμα του Φειδία θυμήθηκε να την καλύπτει σαν βελούδινο ριχτάρι. Ο ξένος άντρας επέστρεψε στην Αμαζόνα. Τελευταία για σήμερα και για πάντα στον Παρθενώνα. Την ξανάγγιξε απαλά. Με τρυφερότητα διέτρεξε με το χέρι του το σώμα της. Ψαχούλεψε κρυφά το στήθος της, το ένα βυζί των Αμαζόνων. Ύστερα, την φύσηξε στο πρόσωπο. Κατάμουτρα. Πλησίασε το κεφάλι του κοντά στο δικό της, στην απόσταση του φιλιού, και την φύσηξε. Η Αμαζόνα δέχτηκε την σύγχρονη ανάσα του 21ου μας αιώνα χειρότερα κι από σιχαμερή φτυσιά.
«Νικηθήκαμε, καλή μου», της ψιθύρισε ερωτικά ο άντρας, ξεχνώντας πως σε έναν ναό ψιθυρίζουμε ευλαβικά. «Είναι προαποφασισμένο τίποτα να μην μείνει όρθιο». Η Αμαζόνα ρίγησε σύγκορμη στην προφητεία της πτώσης. «Η Ιστορία λύγισε, γονατίζει σαν τον οπλίτη σου», συνέχισε αυτός. «Πέφτουν τα σύμβολα. Μήνα Μάιο, να το θυμάσαι στο Μουσείο. Παραδοσιακά, τον Μάη συμβαίνουν στους Έλληνες οι πτώσεις.» Την περίμενε ώσπου να ριγήσει ξανά. «Μαζί σου σήμερα τελείωσαν οι Αμαζονομαχίες.»
«Εγώ ήμουν μια Αμαζόνα», σκέφτηκε λυπημένη και για πρώτη φορά στα 2.500 μετρημένα χρόνια της ζωής της τα έβαλε με τον γλύπτη που την κάλεσε στην πέτρα από ένα μύθο. Που την έφερε στον Παρθενώνα από τη χώρα των Αμαζόνων χαρίζοντάς της, διόλου αδιάφορο κίνητρο, έναν πορτοκαλί ουρανό. Δεν οργίστηκε γιατί την έκανε από πέτρα, άρα αιώνια, αλλά επειδή η απαράμιλλη τέχνη του της είχε σμιλέψει μια καρδιά.
Καθώς την κατεβάζανε στο έδαφος, αυτή η καρδιά έσπασε.
Ήτανε πρωί. Αργούσε η δύση.
Κρίμα.

Από σήμερα ο Παρθενώνας δεν δέχεται ικέτες.

(Για το ηλεκτρον. περιοδικό «Ως3»)


http://www.os3.gr/gr_issue_cont_hostria.htm

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Σαν δυο παλιόφιλοι

http://www.bookbar.gr/h-noelle-baxer-synomilei-me-ti-thalassa-tou-vivliou-tis/display


Δεν είμαι τρελή και μιλάω με βιβλία. Η συνομιλία έχει το νόημα να δείξει ...αυτό που ισχύει. Ότι όταν γράφει κανείς ένα μυθιστόρημα, κάτι δηλαδή που έχει διάρκεια, μήνες και μήνες καθημερινή σχέση, από ένα σημείο και μετά με τους ήρωες των βιβλίων του συνεργάζεται. Οι ήρωες των βιβλίων, που γεννήθηκαν ως μια ιδέα λεπτή σαν κλωστή, αποκτούν σάρκα και οστά και ψυχή. Και νου και μνήμη.


Η συνομιλία δείχνει, επίσης, νομίζω, λίγη από την τρυφερότητά μου, αυτή τη γλυκιά επαφή (ή ανάμνηση) που έχω με το κάθε νέο μου βιβλίο. Και τον σεβασμό μου, παράλληλα, αφού το θεωρώ ισότιμο συνομιλητή. Και ίσως να φανερώνει κάπως, φοβούμαι, και την αδυναμία μου. Γιατί όταν έχει τελειώσει το βιβλίο κι έχει φύγει από μένα, στέκεται πια στα δικά του πόδια. Δεν είναι αυτοδύναμο γιατί έχει ανάγκη εσάς, όμως είναι ανεξάρτητο από μένα. Σαν δύο παλιόφιλοι, λοιπόν, πού και πού τα λέμε. Πού είναι το κακό!!


Στο παραπάνω λινκ θα βρείτε μια τέτοια συνομιλία μας. Συναντήθηκα με το "Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας" στον κατάλληλο χώρο του Book Bar και αμέσως το προσφώνησα όπως το έλεγα στο σπίτι: Θάλασσσα!