Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Πότε τελειώνει ένα βιβλίο;

Πότε τελειώνει ένα βιβλίο;

Νόμιζα ότι ένα βιβλίο τελειώνει για τον συγγραφέα όταν γράφει με μεγάλα, χοντρά γράμματα τη λέξη «ΤΕΛΟΣ» στην τελευταία σελίδα. Έτσι έβλεπα να κάνουν στις κινηματογραφικές ταινίες και μου άρεσε: ο πρωταγωνιστής συγγραφέας πληκτρολογούσε τη λέξη ΤΕΛΟΣ, ύστερα χαμογελούσε πλατιά, έβαζε τα χέρια πίσω στο σβέρκο και ξάπλωνε αναπαυτικά στην καρέκλα.

Στην πράξη έμαθα ότι με αυτό το τέλος δεν τελειώνει ένα βιβλίο. Μπορεί να είναι μια ταιριαστή κατάληξη για μια μυθοπλασία όπου ψεύτικοι άνθρωποι παίζουν τη ζωή, αλλά είναι ψέμα πως σταματάει εκεί ένα βιβλίο. Ακολουθούν χτενίσματα, ενδεχομένως κοψίματα, μετακινήσεις παραγράφων, σιάξιμο, τακτοποίημα, μια φασίνα με μεγάλες φούριες που φαίνεται ατέλειωτη … μέχρι που ξαναφτάνει ο συγγραφέας στη λέξη ΤΕΛΟΣ. Είναι ίσως η μόνη λέξη που την αφήνει εκεί που βρίσκεται αφού δεν επιδέχεται βελτίωση και η αναθεώρησή της θα άρει την σημασία της, μιας και τότε δεν θα είναι τέλος.

Πρόκειται όμως για ένα Νέο ΤΕΛΟΣ γιατί είχε δοθεί στο προγενέστερο κείμενο, στο πρώτο χειρόγραφο. Αφορούσε επομένως ένα άλλο κείμενο αφού δεν είναι ολόιδιο με τούτο. Κάθε αναθεώρηση καταλήγει σε ένα νέο τέλος αποδεικνύοντας πως το τέλος του βιβλίου ήταν προσωρινό κι άρα χαράς το τέλος! Σύρεται το ΤΕΛΟΣ από χέρι σε χέρι, από μάτι σε μάτι σε όλες τις επόμενες φάσεις προετοιμασίας του νέου βιβλίου, κυλάει ανέπαφο και ακλυδώνιστο, περήφανο και μαρμαρωμένο, φτάνοντας έτσι ως την τελευταία αναθεώρηση, την επίσημη.
Την τελειωτική.
Η λέξη ΤΕΛΟΣ τής ταιριάζει καλύτερα.

Και ίσως εκεί να φαίνεται πως τελειώνει ένα βιβλίο, αλλά όχι, ακολουθούν κι άλλες ευκαιρίες καλές για τέλος, όπως, για παράδειγμα, όταν εκδότης και συγγραφέας συνυπογράφουν την επικείμενη έκδοση. Στο τέλος της ουρίτσας της υπογραφής, στο λίκνισμα του μελανιού για ομορφιά, εκεί ο συγγραφέας βλέπει να λαμποκοπάει ή αχνοφέγγει ένα happy end.

Μέχρι να φτιαχτεί το βιβλίο ποικίλες στιγμές τέλους έρχονται επάλληλα σαν βαγονέτα, με κορυφαία την στιγμή που παίρνει στα χέρια του ο συγγραφέας το πρώτο τυπωμένο αντίτυπο ως βρέφος. «Τώρα τελείωσε! Σε αυτό!», δηλώνει συγκινημένος και άλλο τόσο βέβαιος. Και ολωσδιόλου λάθος, γιατί είναι ολοκαίνουργιο, πώς τελείωσε αφού δεν έχει ακόμα ξεκινήσει!

Πράγματι, από την επόμενη κιόλας μέρα διαψεύδεται. Το χθεσινό του βρέφος έχει γίνει ένα όχημα που μεταφέρει σε αναγνώστες εικόνες, σκέψεις, συναισθήματα, αύρα εποχών, γνώσεις, ιστορικά γεγονότα, αισθήματα ζουμερά, άλλα στεγνά, κάποια άλλα καυτά, τέλος πάντων, μην τα καταμετρήσουμε όλα, από όλη την ανθρώπινη παλέτα μπογιατισμένα αισθήματα. Με τη βοήθεια των αναγνωστών κατανοεί ο συγγραφέας πως ένα βιβλίο δεν μπορεί να τελειώσει χωρίς τον αναγνώστη. Ότι χρειάζεται «το πόδι του αναγνώστη», του καθένα ξέχωρα, για να σηκωθεί και να σταθεί όρθιο το βιβλίο του που λάθος είχε νομίσει πως τέλειωσε.

Στο στάδιο που υπεισέρχονται οι αναγνώστες, το ΤΕΛΟΣ αποδεικνύεται πια αδύνατο. Είναι ολοφάνερο πως δεν υπάρχει ένα τέλος αφού, δυνητικά, δεν τελειώνουν οι αναγνώστες. Τα λυγισμένα ράφια στις παλιές ξύλινες βιβλιοθήκες κουβαλούν διαβασμένα βιβλία σε επόμενους και μεθεπόμενους αναγνώστες. Ουκ έστιν αριθμός!

Ούτε όμως, αν πάρουμε τον κάθε αναγνώστη ξέχωρα, τελειώνει ποτέ ένα βιβλίο. Ο μεμονωμένος αναγνώστης σαν φτάνει κι αυτός στη λέξη ΤΕΛΟΣ και τη διαβάζει ανακουφισμένος ή λυπημένος, λαθεμένα πιστεύει κι αυτός πως το βιβλίο τελείωσε. Στην πραγματικότητα μόλις άρχισε. Οι ήρωες σελίδα-σελίδα μεταφέρθηκαν από το χαρτί στην ψυχή και στη μνήμη του αναγνώστη κι έγιναν χτήμα του. Κουβαλάει την ιστορία του βιβλίου μαζί με τις ιστορίες τις δικές του και όσες άκουσε από διερχόμενους διαβάτες και περαστικές αγάπες στην μακριά πορεία της ζωής του.

Ένα βιβλίο ποτέ δεν τελειώνει! Εκεί καταλήγει αυτό το κείμενο και μένει στη μέση. Θέλω να γράψω ΤΕΛΟΣ και να το τελειώσω εκεί, σε αυτό το σημείο της παραδοχής της ματαιότητας, και να καθίσω κι εγώ αναπαυτικότερα στην καρέκλα μου. Όμως δεν είμαι μια συγγραφέας σε ταινία. Φυλλομετράω τις 330 χειρόγραφες σελίδες του καινούργιου μου μυθιστορήματος που του έδωσα τον τίτλο «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας», χορτάτη και ελαφρά ταλαιπωρημένη από το να την ακολουθώ τόσο καιρό, νιώθοντας στην άκρη των δακτύλων μου το χαρακτηριστικό γαργάλημα που μου λέει να συνεχίσω, ότι δεν τελείωσα, χρειάζεται μια λεξούλα ακόμα. Με μεγάλα, χοντρά γράμματα να γράψω τη λέξη ΤΕΛΟΣ.

Δεν την γράφω. Σηκώθηκα από την καρέκλα που στις ταινίες θα έφερνα σβούρα πανηγυρίζοντας.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Μπαμπουσκίτσα (Έτσι μικρές μάς φτιάχνουν σήμερα)

«Αχά!», είπα και άνοιξα την μεγάλη μπαμπούσκα κι έβγαλα από μέσα την μικρότερη. Ξεβίδωσα κι αυτή κι έβγαλα από μέσα της την ακόμα μικρότερη. Κι από αυτή την κι άλλο μικρότερη. Και στην συνέχεια, μέσα από αυτή, έβγαλα την τελευταία. Την τοσοδούλικη που δεν μικραίνει άλλο! Έστησα τις μπαμπούσκες πλάι-πλάι παραταγμένες στην σειρά καθ’ ύψος και είδα πώς ήμουν και πώς έγινα!!
Θαύμασα τις μπαμπούσκες! Λυπήθηκα τον εαυτό μου!
«Η μικρότερη μπαμπούσκα της σειράς κατάντησα», σκέφτηκα με θλίψη. «Μια μπαμπουσκίτσα!»

Στην τηλεόραση δεν με φωνάζουν έτσι. Το λένε «συρρίκνωση». Είναι πιο πομπώδες και επιστημονικό αλλά εμένα δεν μ’ αρέσει, μου έρχεται στο μυαλό κάτι ζούφιο και ρυτιδιασμένο. Δεν θέλω να είμαι ζούφια.
Γι’ αυτό, προτιμώ να με λέτε «μπαμπουσκίτσα».
Με κεφαλαίο Μι, παρακαλώ. Μπαμπουσκίτσα.

Κάθομαι, λοιπόν, στητή στην καρέκλα μου, με όρθια πλάτη, και με βλέπω. Με τις μπαμπούσκες, τις ρώσικες κούκλες, απέναντί μου δεν χρειάζομαι καθρέφτη για να με δω. Αυτό διαπιστώνω και χαίρομαι γιατί όλο πλεονεκτήματα είναι οι άτιμες. Έχω μπρος μου πέντε ζευγάρια ζωγραφισμένα μάτια. Κοιταζόμαστε. Εκείνες χαμογελούν, εγώ όχι. Δεν ξέρω τι βλέπουν πάνω μου και χαμογελούν (ή περιγελούν μήπως;), εγώ πάντως δεν χαμογελώ γιατί βλέπω σε αυτές εμένα συρρικνωμένη. Κι αυτό δεν είναι αστείο.
Δεν είναι διόλου ευχάριστο.

Σύρω πιο μπροστά από τις άλλες την τοσοδούλικη, την μέσα-μέσα κουκλίτσα μπαμπούσκα, γιατί γειτνιάζω πιο πολύ με αυτήν σε μέγεθος, σαν από μια οικογένεια αδελφές να διαλέγω την πιο κοντινή μου στο σουλούπι, και με παρατηρώ. Χωριάτισσα ντυμένη, με μαντίλα. Μαύρα ζωγραφιστά μάτια σαν καμένες τελείες και χείλη κόκκινα τριανταφυλλένια. Μια χαρά!
«Περίφημα!» λέω κι αισθάνομαι καλά με τον εαυτό μου. Καλά στα ρούχα μου. Κι ας μην με έχω δει ποτέ στο παρελθόν με μαντίλα. Μου αρκεί που δεν είμαι ρυτιδιασμένη. Ρυτιδιασμένα συρρικνωμένη. «Κουκλάκι σκέτο. Να τι είμαι», λέω στον εαυτό μου δυνατά για να με ακούσω μπας και πειστώ. «Χαριτωμένη μινιατούρα!» (Λίγο ακόμα και σε λίγο θα σφυρίζω χαρούμενα.)
Μειδιώ.
Χαμογελώ, γιατί έτσι μας φτιάχνουν εμάς τις μπαμπούσκες. Κάθομαι χαμογελαστή με την στητή μου πλάτη ανησυχώντας μόνο μήπως τα χείλια μου δεν είναι ικανοποιητικά τριανταφυλλένια.
Μήπως δεν είμαι καλή μπαμπουσκίτσα, φοβάμαι.

Κάθομαι έτσι για ώρες. Στην καρέκλα της κουζίνας μου. Στητή και χαμογελαστή με βρίσκει η νύχτα γιατί κάποια ώρα το φως χαμηλώνει. Ήρθε η νύχτα και τρίβει τα μάτια της. Πλησιάζει και με πλησιάζει. «Άνθρωπος είναι τούτη;», σκιάζεται. «Πού πήγε ο άνθρωπος που ήταν εδώ» αναρωτιέται κι ανοίγει και ψάχνει τα ντουλάπια της κουζίνας. Εγώ την βλέπω τι κάνει αλλά δεν αφήνω την στητή στάση μου ούτε το ζωγραφισμένο μου χαμόγελο. Δεν αξίζει να αφήσω για μια νύχτα ό,τι μου πήρε μήνες να κατορθώσω. Ενδόμυχα εύχομαι, μόνο, να μην μου ανακατέψει τα ντουλάπια. Χρειάζομαι δουλειά, αλλά όχι τούτη!

Η νύχτα είναι μεγάλη. Μια θεόρατη μπαμπούσκα. Μέσα της κρύβει νυχτερινούς ψιθύρους, βραδινά αγκομαχητά, σκοτεινά σχέδια, λευκές νύχτες, εφιδρώσεις σε καθαρά σεντόνια, συνευρέσεις χωρίς νόημα. Και όνειρα. Πολλά όνειρα! Καλά γαντζωμένα όνειρα και πεφταστέρια όνειρα που προκαλούν τον άνθρωπο να κάνει μια ευχή (δεν πραγματοποιούνται) και φρεσκογεννημένα όνειρα που γεννιούνται εκείνη τη νύχτα. Άραγε θα ενηλικιωθούν;
Μέσα της η μπαμπούσκα-νύχτα κρύβει, ακόμη, νυχτέρια και κρησφύγετα. Ο καθείς μας στο κρησφύγετό του. Άλλος το βρέχει από φόβο, άλλος με δάκρυα… ενώ για άλλους, βέβαια, αλλού βρέχει. Μια μεγάλη μπαμπούσκα είναι η νύχτα που χωράει τους πολλούς, πάμπολλους εαυτούς μας. Πολλές γυναίκες, πολλούς άντρες, πολλά παιδιά, …πολλά σκυλιά. Δίπλα μου παρόμοια στητή κάθεται η χοντρή σκυλίτσα-μπαμπούσκα περιμένοντας την κυρά της να ζωντανέψει.

Μία μπαμπούσκα γίγαντας η νύχτα. Με τριανταφυλλί χείλια που δεν φαίνονται στο σκοτάδι και μαύρα μάτια που έτσι κι αλλιώς δεν φαίνονται στο σκοτάδι. Κάθεται δίπλα μου και περιμένει υπομονετικά σαν μάνα. Περιμένει, όπως εγώ, να ξημερώσει. Για να μου κάνει καλή παρέα (και επειδή λίγο βαριέται), ανάβει την τηλεόραση. Πέφτουμε σε Ειδήσεις.
Στα σκληρά κι όχι στα μαλακά πέφτουμε, δηλαδή.
Με τα αμυγδαλωτά ζωγραφιστά μου μάτια κοιτάω ανέργους στους δρόμους, ταξιτζήδες να διαπληκτίζονται, συνταξιούχους να αδειάζουν τα τελάρα μετά τη λαϊκή και να διαλέγουν λιωμένα φρούτα, «στοιχηματίες» να παίζουν με τα νεύρα μας και να βάζουν στοίχημα ότι δεν θα φυλακιστούν, παιδιά που πηγαίνουν στα σχολεία τους με σάκες χωρίς βιβλία. Στην τηλεόραση το χαρούμενο πρόσωπο του Μίκυ Μάους, έτσι το θυμόμουν παλιά, πάνω στην κενή σχολική σάκα δείχνει ρυτιδιασμένο. Συρρικνωμένος έως κι ο Μίκυ!
«Μπράβο τους!», επαινώ ειρωνικά.
Χαμογελώντας πάντα.
Στο επόμενο πλάνο περιμένει ένας μεσήλικας καθισμένος σε πεζοδρόμιο. Βαστάει το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Θα ήθελα να το νιώθει βαρύ από σκέψεις μα είναι, ξέρω, βαρύ από έγνοιες. Συνεχόμενα στις Ειδήσεις βλέπω έναν κόσμο που δεν είναι χαμογελαστός. Ούτε ωραία στημένος όπως εγώ στην καρέκλα του.
«Νύχτα, κλείνεις την τηλεόραση, σε παρακαλώ;»
Δεν μου αρέσει να βλέπω τον κόσμο μου συρρικνωμένο σαν φωτοτυπία σε σμίκρυνση, ελάχιστο. Δεν θέλω έναν κόσμο μπαμπουσκίτσα!
(Ούτε, βέβαια, μια Ελλάδα μπουκίτσα.)

Στο σκοτάδι οι πέντε μπαμπούσκες, έξι με μένα, χαμογελούμε στο κενό.

(Αναδημοσίευση από το ηλεκτρον. περιοδικό «Ως3»)

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Μια βρεγμένη κουκκίδα στο σύμπαν

Κάθομαι στο πεζούλι και παρακολουθώ τα αγόρια που παίζουν μπάλα. Εγώ είμαι μικρή και κορίτσι, δεν με παίζουν. Κάθομαι, λοιπόν, ψηλά στο πεζούλι με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό και τους βλέπω. Με φωνές και παλαμάκια επευφημώ τον αδελφό μου, τον αρχηγό της δικής μας γειτονιάς. Παράλληλα κοιτώ στα πρόσωπα των αγοριών, ακόμη και της αντίπαλης ομάδας, και ψάχνω ποιος θα με αγαπήσει.

Από όλη τούτη την παλιά θύμηση των παιδικών χρόνων, αυτό έμεινε. Το ότι δεν με παίζουν και ποιος θα με αγαπήσει.

Κάνοντας ο χρόνος γκελ σαν ένα μεγάλο ουράνιο τόξο, τέλος πάντων με μια πανομοιότυπη καμπύλη γραμμή γεμάτη χρώματα, βρέθηκα να κολυμπώ στην απέραντη και αιώνια θάλασσα. Μόνο που τούτο το καλοκαίρι, εκεί που κολυμπούσα περικυκλωμένη από γαλάζιο, από τόσο θανατηφόρα θαλασσί, ένιωσα το ίδιο. Ότι δεν με παίζουν και ποιος θα με αγαπήσει. Στο παιχνίδι που παίζεται σήμερα, το κοινωνικό και οικονομικό, είδα τον εαυτό μου όπως τότε: αμέτοχο, καθισμένο στο πεζούλι. Ανακάλεσα τα πρόσωπα των σημερινών παικτών. Ένιωσα βαθιά πως κανείς δεν με αγαπάει κι ούτε πρόκειται να με αγαπήσει.

Ήταν παράδοξο γιατί ήρθε στο μυαλό μου την πλέον αταίριαστη ώρα, την στιγμή που ένιωθα πανάλαφρη μέσα στο νερό, ενόσω κολυμπούσα ελεύθερη και χαιρόμουν αυτό ακριβώς, πόσο ελαφριά και ελεύθερη ήμουν. Ήρθε επομένως η θύμηση όταν δεν έπρεπε. Για να μου χαλάσει τη διάθεση. Μπορώ να πω χωρίς τύψεις πως ήταν μια εχθρική πρωτοβουλία της γαλήνιας θάλασσας που δεν ξέρω κι εγώ τι ζήλεψε από έναν ταλαιπωρημένο πολίτη της Ελλάδας, φίσκα φουρτούνες, που βγήκε από έναν Χειμώνα -και τι Χειμώνα- για να κολυμπήσει.

Πρόλαβα όμως και μου έμεινε η στιγμή που την γράπωσα καθώς έφευγε. Το ότι, για μια στιγμή, ήμουν ελεύθερη. Η αστραπιαία και κεραυνοβόλα διαπίστωση ότι όλα αυτά που με ταλάνισαν τον Χειμώνα, οι περικοπές και οι απειλές, η στενοχώρια και ο τρόμος, δεν έχουν το βάρος που τους δίνουν οι Ειδήσεις όσο εγώ νιώθω ελεύθερη. Μέσα στο νερό, ούτε αυτά έχουν βάρος.

Ο νόμος του Αρχιμήδη ας είναι καλά. (Οι φυσικοί νόμοι ισχύουν.)

Κολυμπώντας και παρακολουθώντας από τη μέση της θάλασσας τη φύση, κοιτώντας τα «από πάντα» βουνά και την «αιώνια» θάλασσα, αναγκαστικά φρεσκάρονται οι διαστάσεις. Τι να κάνουμε, ο κόσμος του Εγώ στον κόσμο όλο είναι τοσοδούλικος. (Τελικά, τα «μπάνια του λαού» είναι σοφό πράγμα.) Το βαρύ Εγώ μου έγινε ελαφρύ τόσο όσο το βαρύ σώμα μου μέσα στο νερό που κάποτε ήταν παγετώνας και αύριο ποιος ξέρει τι θα γίνει, ελπίζω σύννεφο. Και τι παράξενη αίσθηση, ενώ το παραπάνω ακούγεται ίσως παραδομένο και αδύναμο, αντίθετα είναι ανέλπιστα δυνατό γιατί μου έδωσε την ελευθερία, για όσο διάστημα βρισκόμουν μέσα στην υπέργηρη θάλασσα, ότι δεν εξαρτάται από μένα ο κόσμος.

Το αν μας δίνουν τα χοντρά λεφτά για τον Παρθενώνα μας, για το πετρέλαιο, τα υπόγεια ύδατα ή τις λιμπιστικές αμμουδιές μας, μέσα στο νερό είναι λόγοι χωρίς βάρος. Επέπλεαν δίπλα μου στη θάλασσα όπως τα φύκια.

Όμοια με ένα μάτσο φύκια.

Σαν λυμένα κοριτσίστικα μαλλιά στη θάλασσα.

Αν γίνεται, εγώ θέλω στην στεριά να είμαι «θαλασσινά» ελεύθερη. Λαχταρώ ξανά τη λαμπρή, στιγμιαία εμπειρία της παντοδυναμίας μου. Θέλω πίσω εκείνη την ακαριαία μέγιστη απόλαυση που έχει τη γλύκα της νίκης. Πολύ απλά, πάλι να νιώσω όπως τότε που το γεμάτο κεφάλι μου ήταν μια βρεγμένη κουκκίδα στο απέραντο σύμπαν.

Να είμαι ελεύθερη!

Ας μην με παίζουν! Ας παίζουν μόνοι τους! Όλο τον βαρύ Χειμώνα που έρχεται, θα κάθομαι, είπα, στο πεζούλι με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό και θα τους κοιτώ, την Κυβέρνηση και όποιον από τις άλλες, ξένες, γειτονιές έρθει να παίξει στην αλάνα μου. Και, άμα κάνει κανείς τους καμιά καλή απόκρουση ή κατεβασιά, τότε θα τον επευφημώ με ενθουσιασμό όπως έκανα παλιά στον αδελφό μου και πάντα νίκαγε.

Από τους παίκτες κάποιος να με αγαπήσει, όμως, ακόμα με καίει. Τούτο δεν μπόρεσα στα θαλάσσια μπάνια να το γιατρέψω.

(Για το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ως3»)

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Μια αγανακτισμένη σελίδα από τετράδιο

Ανέμιζε σαν φύλλο στον άνεμο. Ήταν ένα φύλλο χαρτί, μια σελίδα με γραμμές σκισμένο άτσαλα από κοινό τετράδιο. Το συγκεντρωμένο πλήθος στο Σύνταγμα φώναζε, μούντζωνε, γελούσε, γυναίκες χτυπούσαν τα καπάκια από τις κατσαρόλες τους και ένα ζευγαράκι μπροστά μου φιλιόταν με πάθος. Στην καρδιά του όχλου.

Ετερόκλητο πλήθος σε έξαρση και εξέγερση, όλοι μαζί σαν ένα πλήθος κοιτούσαν τη Βουλή και περίμεναν από τον νεαρό άντρα μπροστά τους, ο οποίος για να φαίνεται στεκόταν μισοανεβασμένος στο οδόφραγμα στραμμένος προς αυτούς, να δώσει το επόμενο σύνθημα. Το λαχταρούσαν να πέσει αδηφάγα. Σταματούσαν για λίγο να χτυπούνε την κατσαρόλα για να κάνουν ησυχία και να το ακούσουν καλά. Να το πιάσουν στον αέρα όπως θα φύγει από το χαρτί, το φύλλο που ανέμιζε. Συμβουλευόταν εκείνος το χαρτί του ρίχνοντας μια ματιά και φώναζε ένα από τα συνθήματα με την ντουντούκα. Θαρρώ δεν ακολουθούσε την σειρά. Αντί τα πράσινα φωτάκια που χόρευαν στους τοίχους και τις κλειστές γρίλιες της Βουλής, εγώ παρακολουθούσα αυτόν.

Όχι αυτόν. Το χαρτί που κρατούσε.

Όσο το πλήθος -εμείς- επαναλαμβάναμε σαν καλοί μαθητές την πρόταση που ήταν γραμμένη και είχε εκφωνήσει ο κύριος, εκείνος ανέμιζε το χαρτί δίνοντάς μας το τέμπο. Σαν μαέστρος κατηύθυνε την δημόσια συναυλία μας κουνώντας έντονα τα χέρια του και η σελίδα από το τετράδιο χρησίμευε σαν η σοφιστικέ μπαγκέτα του. Αν το πλήθος τα πηγαίναμε καλά, ο μαέστρος μας όλο χαμόγελα βύθιζε την προσοχή του πίσω στο χαρτί που στεκόταν ακίνητο ίσα-ίσα όσο να ψαρέψει ένα επόμενο εξίσου καλό σύνθημα.

Ήταν μια επιφανής σκισμένη σελίδα από τετράδιο. Όχι καμιά τυχαία, κι ας ήταν ευτελούς αξίας. Αυτή ήταν η τυχερή του τετραδίου. Η καθαρογραμμένη. Η Σταρ Σελίδα. Ενδεχομένως να ήταν η τελευταία σελίδα στο τετράδιο, εκεί που δοκιμάζουμε το στυλό αν γράφει και την έχουμε για πέταμα. Θα είχαν προηγηθεί διάφορες άτυχες σελίδες πριν από αυτήν που θα χρησιμοποιήθηκαν ως πρόχειρες, σαν γυναίκες της μίας φοράς, ερωμένες της ξεπέτας, γράφοντας και διαγράφοντας συνθήματα, έξυπνες ατάκες, χλευασμούς σε ρίμα, ομοιοκαταληξίες με το «ξουτ» και το «ουστ».

Αυτή η σελίδα τετραδίου που έβλεπα εγώ, που γνώρισα και ξετρελάθηκα μαζί της, ήταν πολυγραμμένη. Με χυδαίο στυλό. Επιπέδου περιπτέρου. Καλό ταίρι για μια σελίδα από κοινό τετράδιο. Όμως με νοικοκυρεμένα, ευανάγνωστα γράμματα και, θέλω να ελπίζω, ελεγμένη ορθογραφία. Ήταν η ωραία καθαρογραμμένη.

Η οργή του λαού είχε στάξει με λέξεις πάνω σε αυτό το χαρτί. Η σελίδα που παρακολουθούσα με επιμονή και δεν έχανα από τα μάτια μου ήταν μια δεξαμενή που γέμισε οργισμένες λέξεις με εσάνς παλιάς επανάστασης.

Κι όσο φώναζα ένα μεσαίο, θαρρώ, σύνθημα συγχρονισμένη με το ζευγαράκι μπρος μου που επιτέλους αποφάσισε και χρησιμοποίησε το στόμα του για έναν πιο ομαδικό σκοπό, σκεφτόμουν τον κάτοχο του κοινού μπλε τετραδίου σπίτι του ή σε μια γωνιά στην συνοικιακή καφετέρια, ίσως και στο Κάτω Σύνταγμα καθισμένος στην σκιά των δέντρων το πρωί να γράφει, διαγράφει, ξαναγράφει και καθαρογράφει συνθήματα. Το ένα κάτω από το άλλο, σε στοίχιση σαν τους αστυνομικούς που ήταν παραταγμένοι γύρω από την πλατεία. Κι αν αυτός ο συνειρμός λόγω του περιεχομένου της δεν είναι στην σελίδα μου αρεστός, ας πούμε πως έμοιαζαν με χρωματιστές ξυλομπογιές που τοποθέτησε κάποιο παιδάκι σε μια σελίδα χαρτί την μια ξυλομπογιά κάτω από την άλλη για να παίξει.

Ήθελα να μείνω ως το τέλος. Ήμουν περίεργη τι της επιφύλαξε το μέλλον. Ήθελα να δω τον άντρα της να την μαζεύει. Ήμουν περίεργη αν θα την δίπλωνε σαν λευκό γιορτινό τραπεζομάντιλο, με ανάλογη τιμή και αγάπη, ή σαν ένα παλιόχαρτο που έκανε τη δουλειά και θα πεταχτεί πριν μπει το ρούχο στο πλυντήριο. Μήπως έχει την τύχη της λίστας του σούπερ μάρκετ ανησυχούσα.

Ήθελα επίσης να διαπιστώσω, γιατί είχα αγωνία για τη φίλη μου, αν θα την βάλει στην τσέπη του πουκαμίσου του που ακουμπάει την καρδιά του ή στην ποταπή κωλότσεπη στο παντελόνι του. Ήθελα να δω, με άλλα λόγια, αν θα πέσει στα χαμηλά ή θα πάρει τα υψηλά διαζώματα που της αξίζουν. Κι ας μην συνηθίζεται μια απλή σελίδα τετραδίου να γυρεύει αξιώματα.

Αυτής της άξιζε, θαρρούσα.

Ήμουν περίεργη να δω αν ήξερε ο κάτοχός της ότι εκείνη την ώρα η σελίδα αυτή έγραφε Ιστορία.

Έφυγα πριν από την σελίδα δυστυχώς. Την άφησα να ανεμίζει με φόντο τη Βουλή σε ρυθμό συνθήματος και βυζαντινού Ιπποδρόμου. Σήκωσα το χέρι μου και το ανέμισα κι έτσι χαιρετηθήκαμε με την σελίδα.

Δεν πρόλαβα να φτάσω ως την γωνία και άκουσα το συγκεντρωμένο πλήθος να μου φωνάζει «ουστ!»

(Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρον. περιοδικό «Ως3»,
στήλη «Χώστρια», τεύχος Ιουλίου)

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Καλώς τα όσπρια!

Το ψυγείο είναι από τα πρώτα οχυρά που πέφτουν ηττημένα από την επέλαση της ανεργίας. Η απομάκρυνση από το εργασιακό φρούριο σηματοδότησε την ημερομηνία λήξης αρκετών από τα ακριβά εδέσματα που θεωρούσαμε μια μικρή πολυτέλεια που δικαιούμασταν «βρε αδελφέ».

Το στομάχι μας έγινε πιο μελετηρό. Διαβάζει την τιμή στο ράφι και απομνημονεύει προσφορές προς τον καταναλωτή περισσότερο από παλιά, όταν θεωρούσε ότι ο πλούσιος γονιός του (εμείς) θα του παρείχαμε ό,τι επιθυμούσε στο πιάτο.

Επόμενο, οι διατροφικές συνήθειες θα αλλάξουν. Η σύνθεση του ψυγείου μας θα είναι από τις πρώτες αλλαγές που θα σημειώσουμε στο μπλοκάκι με τη λίστα για το σούπερ μάρκετ που πλέον θα έχει μπόλικο άγραφο χώρο και κενά περιθώρια για τις υποσυνείδητες μουντζούρες της σκέψης μας.

Αν οι μουντζούρες σας είναι επάλληλα στρογγυλά κυκλάκια, δεν είναι οι Ολυμπιακοί Κύκλοι. Ερμηνεύονται ως φακές.

Τα όσπρια θα ξαναμπούν στη ζωή και στην κατσαρόλα μας. Επιβραβευμένα με θρεπτικά παράσημα και εύσημα παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, θα επιστρέψουν θριαμβευτικά αφήνοντας στο τασάκι με τα κέρματα, δίπλα στην πόρτα, τα χρήματα που εξοικονομούμε επιλέγοντας όσπρια στο τραπέζι μας.

Οι σημερινές ελληνικές κουζίνες και κιτσινέτ προτείνουν φασόλια, φακές, φάβα και ρεβίθια. Άξαφνα, το ρεβίθι άφησε το παραμύθι κι από κάτω από το στρώμα που ενοχλούσε την κοιμισμένη κακομαθημένη βασιλοπούλα επιστρέφει δυναμικά στην κατσαρόλα της ξεβολεμένης νοικοκυράς που πασχίζει να επαναλάβει το θαύμα του Χριστού που χόρτασε πέντε χιλιάδες νοματαίους με πέντε καρβέλια και δυο ψάρια.

Είναι πιθανό το άσημο ρεβίθι να ξαναγίνει διατροφικός άρχοντας όπως την εποχή της Κατοχής και ο ελληνικός καφές μας στο μέλλον να φτιάχνεται ξανά από ρεβιθόζουμο. Ρετρό κατοχικές συνταγές μαγειρικής τότε θα αποκτήσουν πάλι αξία, την υπερτιμημένη αξία της αντίκας, και οι συνταγές της κατοχικής γιαγιάς θα βγουν από το παλιό συρτάρι προκαλώντας επιφωνήματα χαράς και δικαιολογημένους πανηγυρισμούς στη μαζώχτρα μητέρα μας που της γκρινιάζαμε τόσα χρόνια πως δεν πετούσε τα άχρηστα.

Η μπομπότα θα ζήσει ένδοξες στιγμές και στην μεθεπόμενη γενιά;

Απέναντι στα όσπρια τοποθετείται ο 4χ4 ηγέτης του ντουλαπιού του ανέργου, το μακαρόνι. Ευθυτενές, στρογγυλό ή πατικωμένο ως λαζάνι. Λεπτό «σαν μακαρόνι» ή χοντρό «ο χοντρός της τάξης των μακαρονιών». Στριμμένο «σαν βίδα ή ουρά από μακαρονογουρουνάκι», κοφτό για όσους βαριούνται τη ζωή τους. Χωριάτικο με αυγά, πολύχρωμο με λαχανικά, σφυρίχτρα αν το παιδάκι σας ξέρει πώς να το ρουφά, σε σχήμα κογχύλι για τους θαλασσινούς. Φιογκάκι για τα ρομαντικά κορίτσια.

Κάποιες μέρες το μακαρόνι χτυπάει τον ανταγωνιστή ρύζι κάτω από τη ζώνη, ως κριθαράκι.

Τέλος, προτεινόμενο ελληνικό οικογενειακό πιάτο της Κυριακής συνιστάται το «δεν παίρνεις τηλέφωνο τη μαμά σου να πάμε αύριο να φάμε εκεί με τα παιδιά;».

Σκέψη στο περιθώριο
Τρώγοντας άνεργα, κόβονται χοληστερίνη και τα υπόλοιπα.

Ένα από τα κείμενά μου για την ανεργία

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Αυτοεκτίμηση


Η πιο ανθεκτική σανίδα σωτηρίας απ’ όπου μπορεί να κρατηθεί ο εργαζόμενος που έπεσε στην κινούμενη άμμο της μακρόχρονης ανεργίας, είναι η διατήρηση της αυτοεκτίμησής του.

Αντίθετα με τις υποθέσεις και τα λόγια του αέρα, η αυτοεκτίμηση είναι γήινη και στέρεα. Συμπαγής, βαρύγδουπη, γρανιτένια, χειροδύναμη σαν χοντροκόκαλη, κοκκινομάγουλη γκουβερνάντα και φιλικά κυκλική. Κρίκος αλυσίδας και προστατευτικό κουβούκλιο, μαζί τρυφερό κουκούλι και ανακουφιστικό χαπάκι. Η αυτοεκτίμηση είναι ένας κύκλος στο χώμα με τον γραφικό χαρακτήρα του καθενός μας.

Με την εργασιακή ανατροπή συχνά συμβαίνει να μισοσβήνεται ο κύκλος στο χώμα, να χαλάει η αυτοεκτίμηση του ανθρώπου. Εφόσον η επισκευή είναι άμεση, είναι αναστρέψιμη. Η παγίωση μιας μισοκαταστραμμένης αυτοεκτίμησης δεν διαφέρει από ένα σιωπηλό φρούριο που στα χαλάσματά του έχει φυτρώσει χορτάρι.

Η αναστήλωση του τραυματισμένου φρουρίου είναι ανάγκη να γίνει μάνι-μάνι. Στο περιβάλλον, φιλικό και οικογενειακό, θα βρει κανείς πολύ διαθέσιμο οικοδομικό υλικό και το αρχικό σχέδιο πώς ήταν παλιά, την όμορφη εικόνα του όταν το φρούριο του στεκόταν περήφανο.

Συγκρατώντας ο άνθρωπος που δεν έχει δουλειά τον εαυτό του, κρατιέται στην επιφάνεια. Κι όχι μόνο, αλλά βρισκόμενος στην επιφάνεια παρασύρεται από το ρεύμα προς το ασφαλές βραχονήσι με τα γλαροπούλια. Την αναπόφευκτη στιγμή της βύθισης είναι καθοριστικό να θέλει να επιστρέψει στην επιφάνεια για αέρα.

Είναι εξίσου καθοριστικό το να επιτρέψει ή να μην επιτρέψει σε κάποιον άλλον να χειριστεί το δικό του ένστικτο επιβίωσης. Η σωστική λέμβος που θα τον ακουμπήσει στεγνό στην προβλήτα ονομάζεται «η αυτοεκτίμησή μου» και την οδηγεί ο ίδιος.

Κατά το μακρύ διάστημα μιας μη προσωρινής ανεργίας, αυτός ο άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει προβλήματα νέα γι’ αυτόν και συμπεριφορές προς αυτόν που δεν περίμενε. Ως ανειδίκευτος θέλει τον χρόνο του για να μάθει πώς να τα χειριστεί. Χρειάζεται χρόνο για να διαμορφώσει την ατομική του μέθοδο εκμάθησης άνευ διδασκάλου.

Όλο αυτό το χρόνο, μέσα από μια κινηματογραφικά περιπετειώδη διαδρομή με ανατροπές και εμπόδια και πλάσματα νοσηρής φαντασίας, ο ήρωας, που τον υποδύεστε εσείς αν είστε ο άνεργος της ιστορίας, άλλοτε ως ατρόμητος κασκαντέρ, άλλοτε ως φλογερός ζεν πρεμιέ κι άλλοτε ως πιστολέρο καουμπόη, θα ανακαλύψει, αν το έργο έχει happy end, ότι θα καταλήξει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε: Στον κύκλο αυτοεκτίμησης χαραγμένο από αυτόν στο χώμα του τοπικού του Φαρ-Ουέστ.

Προφανές το τέλος του έργου γιατί, όποιος βλέπει εμάς, βλέπει αυτό που του δείχνουμε εμείς. Που κι εμείς το ίδιο βλέπουμε σ’ αυτόν: ό,τι του δείξαμε! Ένας λόγος παραπάνω γιατί χρειάζεται η αυτοεκτίμηση να παραμείνει στην θέση της σε όλη τη διάρκεια της περιπέτειας και να μην πάει για τσιπς.

Σκέψη στο περιθώριο
Πόσες φορές περπατήσαμε πάνω-κάτω σε μια πολυπάτητη παραλία ψάχνοντας ένα χαμένο δαχτυλίδι.
Από τα κείμενά μου για την ανεργία

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Νοσταλγία. (Προσοχή: Η λέξη περιέχει "άλγος")

Υπάρχει μια ελληνική λέξη που θα την θυμηθούμε θέλοντας και μη:
Νοσταλγία.
Υπάρχουν λέξεις που ξαναέγιναν διάσημες. Όπως η επιμήκυνση για παράδειγμα, που είχαμε να χρησιμοποιήσουμε χρόνια, περίπου σαν το παλτό της μαμάς μας που κρεμόταν στην ντουλάπα με την ναφθαλίνη. Μέσα σε αυτές τις λέξεις που βγάλαμε και αερίσαμε, η νοσταλγία σε λίγο θα φιγουράρει ξανά.
Όλοι μας θα ντυθούμε νοσταλγία.
(Και δεν θα είναι Απόκριες.)
Παλιά ο κόσμος γύριζε τα αντρικά κοστούμια μέσα-έξω για να κρυφτούν οι γυαλάδες και να ξαναδείξουν τα υφάσματα καινούργια, και οι νοικοκυρές έστριβαν τα παλιά χαλιά στο σαλόνι για να μην φαίνεται το ξέφτισμα από τα πόδια των επίπλων. Πάντα υπήρχε ένας αξιοπρεπής τρόπος οι φτωχοί άνθρωποι να δείχνουν πως πορεύονται καλά.
Αυτή την εποχή δεν πορευόμαστε καλά. Και στο μέλλον, όπως δείχνουν τα πράγματα, θα πορευόμαστε χειρότερα. Το ομαδικό ερώτημα «πώς θα πορευτούμε» το οποίο ακούγεται τόσο συχνά και τόσο μαζικά ώστε έχει φτάσει να υψώνεται πάνω από όλη την Ελλάδα σαν την μπουρμπουλήθρα του πνιγμένου στη θάλασσα (δεν υπάρχουν αρκετές πισίνες), είναι κουτσουρεμένο. Η …επιμηκυμένη διατύπωσή του είναι «πώς θα πορευτούμε ευτυχισμένοι».
Η χαρά δεν είναι νοστιμιά. Είναι βασικό είδος διατροφής. Είναι φως (χαρούμενα πρόσωπα), συμπεριφορά, θετική ενέργεια, ώθηση, κινητήριος δύναμη. Είναι και δικαίωμα. Σαφώς είναι δικαίωμα! Μια Πολιτεία δεν οφείλει μόνο να παρέχει συνθήκες επιβίωσης των πολιτών της, να τους πετάει Καποδιστριακές πατάτες από το κοφίνι, αλλά να τους κάνει ευτυχισμένους, περήφανους και δημιουργικούς.
Μόνο ευτυχισμένους, περήφανους, δημιουργικούς ανθρώπους δεν βλέπω στο μετρό και στους δρόμους! Ανάμεσα στα πολλά άλλα που έχουν να λογοδοτήσουν οι τριακόσιοι, είναι κι αυτό το φρικτό που προκάλεσαν: Εκατομμύρια κατεβασμένα μάτια και φοβισμένα βλέμματα.
Πολίτες που νοσταλγούν.
Η νοσταλγία είναι τόσο πονεμένη λέξη που οι ξένοι όταν έφτιαχναν τα λεξιλόγιά τους απέφυγαν να αγγίξουν αυτό το συναίσθημα ώστε να το ονοματίσουν λεκτικά και το πήραν ατόφιο από εμάς. Για την νοσταλγία τους χρησιμοποιούν την ελληνική λέξη. Αντιγράφω από το αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης: Nostalgia: home-sickness, wistful longing for something one has known in the past. Αναφέρεται στο λεξικό η νοσταλγία μας σαν αρρώστια που η αιτία της είναι κάτι που είχε ο άνθρωπος κατά το παρελθόν απολαύσει και το έχασε.
Τα κατεβασμένα μάτια που έχουν κατέβει από κόπωση και φόβο είναι το ιδανικότερο σκηνικό για να παίξει η νοσταλγία. Ο μαύρος ορίζοντας, τι καλύτερη σκηνή για να ανέβει η νοσταλγία! Όλο δικό της το θέατρο!
Με την Νοσταλγία πρωταγωνίστρια στη ζωή μας το τελευταίο διάστημα, η κυβερνητική επίκληση να σφίξουμε το ζωνάρι φθηναίνει το πράγμα, αναγάγει το όλο ζήτημα στα λεφτά. Ενώ είναι στην ψυχή.
Με την ψυχή μας τι θα γίνει!
Στο μέλλον που δεν φαίνεται και στο παρόν που τσούζει, μόνο η νοσταλγία έχει να μας δώσει χαρά και, αν αυτό δεν το μάθαμε ακόμα εμείς, το γνωρίζουν τα όνειρά μας. Έχει φτάσει ήδη στο υποσυνείδητο και ανεβαίνει προς την συνείδηση. Στα όνειρά μας μάς επισκέπτονται σκηνές από το πιο χαρούμενο χθες και προχθές, γιατί ο άνθρωπος χωρίς χαρά δεν ζει, την θέλει την χαρά του, και αν εμείς φανήκαμε διατεθειμένοι να θυσιαστούμε, όμως ο κοιμισμένος εαυτός μας δεν είναι. Η νοσταλγία έχει πικρή γεύση και τη λύπη από κάτι που χάθηκε, είναι ένα συναίσθημα που θέλει τόλμη. Την μέρα που θα ξυπνήσουμε με το όνειρο που μας έστειλε η νοσταλγία και θα πούμε πως είδαμε έναν εφιάλτη, θα έχουμε νικηθεί.
Ολοσχερώς, τελεσίδικα και κατά κράτος.
(Η λέξη «κράτος» θα βγει προσεχώς από το ντουλάπι με την ναφθαλίνη.)
Τα κατεβασμένα μάτια στο μετρό και τα λεωφορεία δεν είναι επειδή κοιμόμαστε.

ΥΓ. Τα κατεβασμένα μας μάτια, φίλοι ομοιοπαθείς Ισπανοί, δεν σημαίνουν ότι στην Ελλάδα κοιμόμαστε.

(Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρον. περιοδικό «Ως3»)

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

Χτες στην Σμύρνη (κι ας είναι Νέα κι ας είναι Εστία)




Ήταν επειδή οι οικοδεσπότες της «Δρυ» προέρχονταν από την Σμύρνη; Μπορεί ο λόγος να είναι επειδή οι παρόντες ήταν κι αυτοί Σμυρνιοί και το κτίριο της Εστίας Νέας Σμύρνης είναι εστία των Σμυρνιών. Όποιο και να ‘ταν το συστατικό αυτό, κατάφερε κι έδωσε στην χθεσινή εκδήλωση γεύση σμυρνιώτικη. Όμορφη και νοσταλγική. Εκ μέρους του "Από δρυ παλιά κι από πέτρα" και των ηρώων του μυθιστορήματος, την Πηνελόπη, την Ζόι, την Τίνα, τον Παρασκευά και όλους τους άλλους, ευχαριστώ όλους τους συντελεστές.

Στην έναρξη, η 25μελής Χορωδία της Εστίας Νέας Σμύρνης μάς μετέφερε στην Σμύρνη με σμυρναϊκά τραγούδια. Κατόπιν, το λόγο πήραμε οι ομιλητές που και οι τρεις είμαστε παιδιά Χαμένων Πατρίδων. Η δημοσιογράφος Αγγελική Κώττη, ο ποιητής Κώστας Καναβούρης και εγώ. Η ηθοποιός κα Κωνσταντίνα Τζώρτζη συνόδευσε τις ομιλίες μας διαβάζοντας αποσπάσματα από το βιβλίο.

Η εκδήλωση έκλεισε με την Θεατρική Ομάδα της Εστίας Νέας Σμύρνης, με ένα απόσπασμα διαμορφωμένο σε θεατρική δομή. Ευχαριστώ τους ηθοποιούς της Ομάδας κα Μαρία Χατζηπέτρου, κα Μαρίνα Χρυσικού, κ. Παναγιώτη Τακουλίδη για την εξαιρετική ερμηνεία τους καθώς και τον συγγραφέα και σκηνοθέτη τους κ. Ανδρέα Ζάκα που απήγγειλε μέσα από την «Δρυ» στίχους της Οδύσσειας στην ομηρική. Ο λόγος του έρεε σαν καθομιλουμένη, λες και η ομηρική ήταν η γλώσσα του. Τόσο φυσικά. Ήταν συναρπαστικό που ακουγόταν η γλώσσα του Ομήρου στην Εστία Νέας Σμύρνης.

Ξανακούστηκε ο Όμηρος στην Σμύρνη (κι ας είναι Νέα κι ας είναι Εστία).

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Η "Δρυς" στην Εστία της Νέας Σμύρνης

Οι φίλοι της «Δρυ», στην Αθήνα, έχετε την ευκαιρία να έρθετε ξανά σε επαφή με το βιβλίο στη μεγάλη εκδήλωση αφιερωμένη στο «Από δρυ παλιά κι από πέτρα» που οργανώνει η Εστία της Νέας Σμύρνης αύριο, Δευτέρα 6 Ιουνίου, στις 19:30 στην Εστία της Νέας Σμύρνης, Κ. Παλαιολόγου 1, Ν. Σμύρνη.

Για το μυθιστόρημα θα μιλήσουμε ο κ. Κώστας Καναβούρης / λογοτέχνης, η κα Αγγελική Κώττη / δημοσιογράφος και εγώ. Αποσπάσματα θα διαβάσει η ηθοποιός Κωνσταντίνα Τζώρτζη.

Την εκδήλωση θα ξεκινήσει η Χορωδία της Εστίας με γνωστά σμυρνέικα τραγούδια και θα κλείσει η Θεατρική Ομάδα της Εστίας, υπό τον κ. Ανδρέα Ζάκα, που θα διαβάσει σε μορφή δημόσιας ανάγνωσης ένα απόσπασμα του βιβλίου διαμορφωμένο σε θεατρική δομή. Το μυστικό που το ξέρετε εσείς που επισκέπτεστε το μπλογκ μου είναι ότι στην εποχή μας, σήμερα, θα ακουστούν μέσα στην αίθουσα ομηρικά!

Στα ποικίλα ακούσματα των ημερών, άλλα δυσάρεστα άλλα εκκωφαντικά, με χαροποιεί που θα ακουστεί ένας φρέσκος ήχος κι ας είναι παμπάλαιος. Ευχαριστώ την Εστία της Νέας Σμύρνης, τις εκδόσεις Ψυχογιός και όλους τους συντελεστές της εκδήλωσης.

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

Κοινωνικό Εκκρεμές και Νέα Κοινωνία


Ο κάθε άνεργος έχει το προσωπικό εκκρεμές του. Με αφετηρία το σημείο Απόλυσης ταλαντεύεται σύμφωνα με τον Νόμο της Ταλάντωσης της Φυσικής και κάποια στιγμή, καθώς ολοένα μικραίνουν οι ταλαντώσεις, θα σταματήσει στο σημείο του Νέου Εαυτού του. Που θα είναι μακριά από το σημείο της Αφετηρίας-απόλυσης και τον παλιό του εαυτό. Από αυτό που ήταν πριν, θα απέχει παρασάγγας.

Ταυτόχρονα και παράλληλα με το προσωπικό εκκρεμές του καθενός μας, κινείται ένα ακόμη εκκρεμές. Είναι το Κοινωνικό εκκρεμές. Φορτωμένοι φύρδην μίγδην πάνω σε αυτό το πολυ-εκκρεμές, είμαστε το σύνολο πλέον «Εργαζόμενοι Χωρίς Δουλειά» (όλοι μαζί κι όχι ο καθένας χώρια ως μονάδες) και, από κοντά, το ανθρώπινο περιβάλλον μας που «κρέμεται» από εμάς. Όλοι δια της ταλάντωσης αναμένουμε, προσδοκούμε και ψάχνουμε με το μάτι, με αγωνία, το σημείο όπου θα ολοκληρωθεί η κοινωνική ταλάντωση και θα αποβιβαστεί το πλήθος.

Αναμένουμε, προσδοκούμε και ψάχνουμε με αγωνία μια Νέα Κοινωνία. Που εννοείται πως θα είναι φιλοξενότερη της Παλαιάς.

Στην τρέχουσα υπό ταλάντευση Παλαιά Κοινωνία που, παρά τα λόγια, εμφανώς δεν αμφιταλαντεύεται αλλά πλήττεται, το κοινωνικό εκκρεμές ακολουθεί το δρόμο των ταλαντώσεών του χωρίς να έχει ακόμη αποκαλυφθεί (όμως ίσως έχει αρχίσει να φαίνεται αχνά) η στάση Νέα Κοινωνία.

Δεν λέει να τελειώσει η κοινωνική ταλάντωση να δούμε πού βρισκόμαστε! Ο δρόμος της όλο και μακραίνει αντί να κοντεύει, αφού παίρνει συνέχεια νέα φόρα με την αδιάκοπη είσοδο νέων «Εργαζομένων Χωρίς Δουλειά». Ένας-ένας, δίνουν νέα ώθηση στο πρόβλημα.

Τα έκτακτα συμπληρωματικά έργα καθυστερούν την παράδοση του έργου.

Σκέψη στο περιθώριο
Το πρόβλημα της ανεργίας εκκρεμεί. Από το «εκκρεμές» ή από την «εκκρεμότητα»; (Δουλειά για το σπίτι.)

Ένα από τα κείμενά μου για την ανεργία

ΥΓ. Αν επιθυμείτε να μάθετε πώς παντρεύεται η Φυσική με την Ανεργία, αναζητήστε το παλιότερο (Ιανουάριος) κείμενό μου «Μαθήματα απλής φυσικής για αρχαρίους ανέργους» εδώ στο blog μου, στο http://www.booknights.gr/ta-keimena-ths-noel/ και στο http://akamas.wordpress.com/

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Άλλο η μαμά μου κι άλλο ο μπαμπάς μου

Εάν είναι η μαμά αυτή που έχασε τη δουλειά της, ανεξάρτητα από το τι της συμβαίνει «προσωπικά», στα μάτια των παιδιών της ευνοείται σε σχέση με τον μπαμπά χωρίς δουλειά.

Το μοντέλο της μαμάς που έπαψε να εργάζεται, δεν ανατρέπεται στο σύνολό του. Το παιδί της παύει να βλέπει στη μαμά του την «εργαζόμενη μαμά» αλλά συνεχίζει να βλέπει την «μαμά-μαμά», την «μαμά-φίλη που παίζουμε μαζί», την «νοικοκυρά-μαμά που μας φροντίζει», την «μαμά-γυναίκα του μπαμπά» και τους πολλούς άλλους ρόλους-μαμά που έχει στην γκαρνταρόμπα της κάθε εργαζόμενη μητέρα. Δεν λήγουν αυτοί οι ρόλοι και στην καλύτερη περίπτωση επαυξάνονται λόγου διαθέσιμου χρόνου και ενέργειας.

Έτσι, δικαιολογημένα, ιδιαίτερα αν η άνεργη μητέρα έχει την ικανότητα και αντοχή οσιομάρτυρα να μην περάσει τα «προσωπικά» της προς τα κάτω στα παιδιά της, πολλά παιδάκια θα καταλήξουν ευχαριστημένα ότι τώρα είναι καλύτερα που η μαμά τους δεν εργάζεται. Θα ευχηθούν μάλιστα μπροστά της «μακάρι να μην πας ποτέ πάλι πίσω στη δουλειά» αγνοώντας τι της εύχονται.

Η μη-εργαζόμενη εργαζόμενη μητέρα είναι κοινωνικά αποδεκτή, ίσως και ευπρόσδεκτη, κι αυτό το αντιλαμβάνεται το παιδί. Βλέπει το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον της μητέρας του να την εκτιμάει ως «άξια» αν και δεν εργάζεται / αμείβεται. Σε αντίθεση με τον πατέρα του, εάν έχει το παιδί εμπειρία από πατέρα χωρίς δουλειά. Η ανελέητη για τον άνδρα σύγκριση είναι σύγκρουση με το κοινωνικό τείχος που γράφει απαξιωτικά graffiti για κάθε άντρα που δεν κυνηγάει μια δουλειά και δεν στηρίζει οικονομικά το σπίτι του.

Ο μπαμπάς που χάνει τη δουλειά του, είναι άλλη ιστορία. Κι ένα μικρό παιδί μπορεί να δει αυτό που βλέπει ο μπαμπάς του:

Βλέπει ότι αντί να λείπει στη δουλειά όπως «πριν», ο μπαμπάς του παίζει τα οικιακά και παίζει και τη μαμά, δύο άγνωστά του παιχνίδια «για κορίτσια». Το βλέπει ότι ο μπαμπάς του τα θεωρεί βαρετά, ότι του επιβλήθηκαν με το ζόρι ενώ αυτός άλλα κάνει όρεξη. Αντιλαμβάνεται ότι ο μπαμπάς του δεν ξέρει τι να κάνει τον χρόνο του που κανονικά θα έπρεπε να ήταν στη δουλειά.

Μυρίζει στον αέρα την έκρυθμη κατάσταση στο σπίτι. Βλέπει τον μπαμπά του να παίζει πλέον μόνο στο γήπεδο του σπιτιού του, που για κάποιους μπαμπάδες είναι ψιλοάγνωστο ή και αντίπαλο. Ακούει τον μπαμπά του να κατακρίνει την ελλιπή διαιτησία (Πολιτεία) και τον παρακολουθεί πώς διαβάζει με ικανοποίηση τα μύρια όσα κακά γράφονται γι’ αυτήν στις εφημερίδες. Βλέπει ότι ο μπαμπάς του δίνει έναν αγώνα με «εχθρικές» κερκίδες (κοινωνικό περιβάλλον) και πλήθος βαριεστημένους θεατές (τέως συνεργάτες, τέως φίλους) που χασμουριούνται όταν ο μπαμπάς του πέφτει.

Βλέπει τον μπαμπά του να δυστυχεί.

Αυτό που το παιδί δεν μπορεί να δει, γιατί είναι παιδί και δεν φτάνει μέχρι εκεί πάνω, είναι ότι αυτόν τον μοναχικό παίκτη μπαμπά του μπορεί κάτι καλό να τον περιμένει: Στην σύντροφό του, να τον περιμένει ο ένας αλλά φανατικός οπαδός που θα τον στηρίζει και εμψυχώνει κόντρα στο σκορ! Που ως «μαμά-στήριγμα της οικογένειας», θα έχει μαζί της φέρει τα παιδιά στο γήπεδο. Για να είναι όλοι μαζί στον αγώνα του μπαμπά.

Σκέψη στο περιθώριο
Όλοι για έναν, ένας για όλους!

Ένα ακόμη από τα κείμενά μου για την ανεργία

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Τι θα γίνει η αυριανή Πολιτεία όταν μεγαλώσει;

Ο νόμος της γονικής βαρύτητας αφορά και την Πολιτεία. Αφορά την σχέση της με την αμέσως επόμενη γενιά-Πολιτεία που θα τη διαδεχθεί.

Η επόμενη Πολιτεία θα έχει πάρει γονιδιακά χαρακτηριστικά της δικής μας Πολιτείας, όμορφα και λιγότερο όμορφα. Φοβούμαι πως ίσως έχει να πάρει και κάποια αναπηρία.

Μαζί με τα κινητά και ακίνητα, η αυριανή Πολιτεία που ήδη κυκλοφορεί σήμερα με καροτσάκι μπεμπέ, όταν ενηλικιωθεί θα έχει να κληρονομήσει επίσης νούμερα στατιστικά και ένα βαρύ ντοσιέ με φωτογραφίες ανέργων προγόνων.

Παίζοντας η μικρή Πολιτεία την «μεγάλη», αν μιμείται μια άνεργη Πολιτεία δεν θα μας βγει σε καλό. Τα παιδιά κάνουν το λάθος να κοπιάρουν κάθε τι «κακό» που βλέπουν. Μια άνεργη Πολιτεία δεν αποτελεί το σωστό μοντέλο. Ας ελπίσουμε ότι η μικρούλα θα διακρίνει στην Πολιτεία-μαμά της το καλό, το υγιές μοντέλο μιας Πολιτείας που εργάζεται και προκόβει.

Πέρα από μοντέλο προς μίμηση, η σημερινή Πολιτεία θα λειτουργήσει κι ως γονικό πρότυπο για την επόμενη χρονικά Πολιτεία. Συνειδητά, υποσυνείδητα και ασυνείδητα, η επόμενη Πολιτεία μας θα αντιγράψει από το πώς βάζει τα παπούτσια της η τρέχουσα Πολιτεία ως το πώς φροντίζει τα παιδιά της. Από το γονικό πρότυπο της μικρούλας Πολιτείας επομένως εξαρτάται η ψυχική υγεία της και η ψυχική υγεία μας.

Δεν θέλω να σας αγχώσω ούτε να σας πιέσω αλλά ήδη, αυτή την στιγμή, η Πολιτεία των παιδιών μας με επιτόπου πηδηματάκια για ζέσταμα στον στίβο της ζωής αναμένει να παραλάβει την σκυτάλη που θα της παραδώσει ασθμαίνουσα η Πολιτεία που τρέχει τώρα. Πάνω στην σκυτάλη είμαστε γαντζωμένοι κι όλοι εμείς, άνεργοι και μη. Μη ακόμη άνεργοι.

Σκέψη στο περιθώριο
Έχει ανοιχθεί τραπεζικός λογαριασμός για την επόμενη Πολιτεία, για όταν μεγαλώσει.

Από τα κείμενά μου για την ανεργία

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Η μαμά μου είναι ανισόρροπη

Το ρολόι της μαμάς σου, χρυσό μου, ήταν σεταρισμένο με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού. Το 1/3 της ημέρας της + χρόνος μεταφοράς ήταν δοσμένο στον εργοδότη της. Το άλλο 1/3 και βάλε ήταν αφιερωμένα σε σένα και τον μπαμπά. Και ό,τι περίσσευε για ύπνο. Αυτό οι μεγάλοι το λέμε «ισορροπία». Ισορροπία στο σκοινί αλλά η μαμά είναι τέλεια ακροβάτης! Όχι ... δεν δούλευε σε τσίρκο ... άσ’ το το πού δούλευε!

Λοιπόν, αυτό το 1/3 της δουλειάς τώρα, λίγο χιλιομαδημένο από την χρήση, της το έδωσαν πίσω και της είπαν «κάν’ το ό,τι θες. Εμένα δεν μου χρειάζεται άλλο». Αυτό το 1/3 του χρόνου της είναι που κρατάει αυτές τις μέρες στα χέρια της η μαμά σου και δεν έχει πολύ χώρο η αγκαλιά της και για σένα. Θα πρέπει να περιμένεις να το ακουμπήσει κάπου και, αν θέλεις αυτό να γίνει πιο γρήγορα, θα πρέπει, ματάκια μου, να τη βοηθήσεις.

Φαντάσου το έτσι, για να παίξουμε, ότι το 24ωρο της εργαζόμενης μητέρας είναι μια τραμπάλα. Στη μια θέση η οικογένεια, απέναντί της η δουλειά. Οικογένεια και δουλειά τόσα χρόνια έκαναν τραμπάλα μια χαρούλα. Πέρναγε ο καιρός. Μία η οικογένεια ψηλά στον ουρανό και η δουλειά στα κάτω της, μία αντίθετα, η οικογένεια έτρωγε το χώμα. Μέχρι που η Δουλίτσα κατέβηκε από την τραμπάλα κι έφυγε και δεν υπάρχει άλλο παιδάκι στις κούνιες τώρα. Τι να κάνουμε; Να κλαίμε; Δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνουμε πέρα από λουλουδάκια να μαδάμε στα παρτέρια; Δεν υπάρχουν άλλες Δουλίτσες, ε, μέχρι να ‘ρθουν, κάτι άλλο ωραίο θα βρούμε για να περάσουμε τον χρόνο μας!

Αυτό, το τι θα κάνουμε τώρα, μόνοι μας, χωρίς τη δουλειά της μαμάς, έλα να το βρούμε μαζί. Θέλω να με βοηθήσεις να φτιάξουμε τη μέρα της μαμάς από την αρχή, κρατώντας το 1/3 της Δουλίτσας για πάρτη μας. Μην είμαστε χαζοί. Εάν, τότε, περνάγαμε καλά με τον χρόνο που είχε η μαμά για την οικογένειά της, θα περάσουμε δυο φορές καλά τώρα που έχει δυο φορές χρόνο!

Μην κρίνεις τη μαμά με το πώς είναι αυτές τις μέρες, καρδούλα μου. Την σκούντησαν στη δουλειά και παραπατάει. Θα ξαναβρεί την ισορροπία της. Θέλει τον χρόνο του το πράγμα. Εσύ, όταν ματώνεις το γόνατό σου, θυμάσαι πόσες μέρες μετά μού ζητάς τσιρότα; Στο τέλος όμως πάντα γίνεσαι καλά! Σου μένει σημάδι, αλλά είσαι καλά. Έτσι θα συμβεί και με τη μαμά!

Σκέψη στο περιθώριο
Ο μπαμπάς σου να δεις, χρυσό μου, πόσο θα ήταν ανισόρροπος!

Από τα κείμενά μου για την ανεργία

Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Όταν το επαγγελματικό κοστούμι κρεμιέται στην ντουλάπα

Επιστρέφεις λοιπόν στο σπίτι, λες ένα βαρύ «γεια» αν υπάρχει κανένας να σε ακούσει και πας στην κρεβατοκάμαρά σου να αλλάξεις ρούχα. Να βάλεις «κάτι για το σπίτι». Κρεμάς το κοστούμι / ταγιέρ που φοράς στο γραφείο, στην άδεια κρεμάστρα που το περιμένει.

Η κρεμάστρα θα έχει τη χαρά να μην το στερηθεί την επόμενη μέρα. Ούτε την επόμενη εβδομάδα. Αν είναι τυχερή, θα το κρατήσει για όλη την σεζόν.

Εάν η διακοπή της εργασίας είναι παροδική, μια ανάπαυλα ανάμεσα σε δύο δουλειές ας πούμε, η ζωή στη ντουλάπα σας δεν αλλάζει ρυθμό. Δεν προλαβαίνουν να ξεμάθουν τα άδεια μανίκια την αφή της σάρκας σας.

Όταν η παύση είναι διαρκείας, τότε τα πράγματα -και στην ντουλάπα- αλλάζουν. Το πρώτο κοστούμι/ταγιέρ στην σειρά, οπισθοχωρεί. Χάνει έδαφος και, κρεμάστρα-κρεμάστρα, μέρα-μέρα, υποχωρεί προς την αθέατη πλευρά των ρούχων, παρασύροντας, ντόμινο, τα σε ακόμη χειρότερη θέση θύματα δεύτερο και τρίτο επαγγελματικό κοστούμι/ταγιέρ. Χωρίς να έχετε ασφαλώς την πρόθεση, γίνεστε ο δράστης, ή παρατηρητής, μιας ολοκληρωτικής ανταλλαγής πληθυσμών ανάμεσα στα ρούχα σας, που όπως όλες στην Ιστορία οφείλονται σε οικονομικά αίτια. Τα πουκάμισα με λευκό κολάρο σκουντιούνται πίσω από επιθετικά καρό πουκαμισάκια. Η μετατόπιση είναι πολιτισμική.

Δεν αργεί η μέρα που όπως ξεφυλλίζετε τα ρούχα σας στην ντουλάπα, ξεκινώντας το βλέμμα σας την καθιερωμένη του πτήση αναγνώρισης από αριστερά ή δεξιά, βρίσκεστε μπροστά σε μια Νέα Ντουλάπα όπου δεσπόζει το κάζουαλ.

Ανάλογη κατάσταση επικρατεί και στα παπούτσια. Οι γόβες-στιλέτο, που έχουν λιώσει αποτσίγαρα και αποτσίγαρα με χρυσό περιλαίμιο, που έχουν σκίσει μοκέτες και μοκέτες, που έχουν βυθιστεί σε δερμάτινα ανδρικά μοκασίνια και μοκασίνια, άοπλες, παραδίδονται σε ένα λόχο μπαλαρινέ παπουτσιών σε ευδιάθετα χρώματα που προκαλούν σε όποια τα φοράει απροσδιόριστη ευεξία.

Υπάρχει ένα τυχερό επαγγελματικό κοστούμι-ταγιέρ που γλιτώνει την προσφυγιά. Είναι αυτό που επιλέξατε για τις συνεντεύξεις σας σε υποψήφιους νέους εργοδότες. Ονομάζεται «η φορεσιά των ίντερβιους». Ποιος είναι ο τυχερός, προδίδεται από τη θέση του στην ντουλάπα. Τιμητική θέση. Εξέχουσα. Σε απόσταση από τον συνωστισμό της πλέμπας κρεμαστρών, για να παραμείνει ατσαλάκωτο.

Αγνοούν τα απορριφθέντα κοστούμια/ταγιέρ, ότι η «φορεσιά των ίντερβιους» δεν περνάει και πολύ καλά μαζί σας στα ίντερβιους. Στο κουτσομπολιό των ρούχων που αρχίζει με το που κλείνετε την πόρτα της ντουλάπας σας, αμελεί μεγαλόψυχα να σας περιγράψει στα άλλα ρούχα ότι στις συνεντεύξεις είστε αγνώριστος, ένα σουρωτήρι εφίδρωσης.

Η εκδίκηση των άλλων επαγγελματικών κοστουμιών/ταγιέρ δεν θα αργήσει. Αργά ή γρήγορα θα έχουν τη χαρά να το χλευάσουν φορεμένο σε ένα σώμα ένα-δυο νούμερα μεγαλύτερο.

Κι εσείς στον καθρέφτη το ίδιο θέαμα θα δείτε. Τον εαυτό σας που το ‘χει ρίξει στο φαΐ, να φοράει το βαφτιστικό του επαγγελματικό κουστουμάκι που κουμπώνει με δυσκολία. Αν έχετε καλή μνήμη και σας αρέσουν αυτά, δεν θα σας ξεφύγει η ανάμνηση του εαυτού σας παιδί όταν σας έπαιρνε η μαμά σας από το χέρι για την αγορά λέγοντας «μεγάλωσε το γαϊδουράκι – μίκρυνε το σαμαράκι».

Με την επάνοδό σας στη δουλειά θα γίνει αυτόματα και η επάνοδος των επαγγελματικών κοστουμιών/ταγιέρ ξανά στην εμπροσθοφυλακή. Ολική επαναφορά με νέα πολιτισμική μετατόπιση των αντίπαλων πληθυσμών της ντουλάπας. Το κάζουαλ θα καταποντιστεί ξανά στο Σαββατοκύριακο.

Αν αυτή η μάχη δεν γίνει σύντομα, που σημαίνει ότι η ανεργία γίνει χρόνια, παραμονεύει ένας άλλος επικίνδυνος κίνδυνος να τρυπώσει στην ντουλάπα σας: Η Μόδα. Θα πετάξει τα επαγγελματικά σας ρούχα όχι ως πρόσκαιρα αζήτητα αλλά ως, στο εξής, μόνιμα ξεπερασμένα. Επαγγελματικά «ντεμοντέ».

Σκέψη στο περιθώριο
«Η μόδα επιστρέφει» και «τα ρούχα δεν κάνουν τον άνθρωπο». Λένε.

Το πρώτο μου κείμενο για την ανεργία

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Όταν μεγαλώσω θα γίνω άνεργος σαν τον μπαμπά και την μαμά

Ο επαγγελματικός προσανατολισμός ξεκινάει από το σπίτι του παιδιού. Η δουλειά του μπαμπά και της μαμάς είναι τα πρώτα επαγγέλματα που το παιδί γνωρίζει σε βάθος. Εάν μάλιστα αντιληφθεί ότι πρόκειται για «σπουδαία» επαγγέλματα, από τον παιδικό σταθμό κιόλας δηλώνει ότι θα γίνει το ίδιο όταν μεγαλώσει. Αναζητώντας το μερτικό από την χρυσόσκονη που του αναλογεί στην οικογενειακή μερίδα.

Πιο σημαντικό από το όνομα του επαγγέλματος νομίζω πως είναι η «υπόσταση» επαγγέλματος. Από τότε που το παιδί γεννιέται σχηματίζει εικόνες με τα φανερά πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της δουλειάς που «έρχεται στο σπίτι». Το παιδί ανέργων είναι προφανές πως μη έχοντας ανάλογες προσλαμβάνουσες στερείται της δυνατότητας αυτής.

Τα παιδιά με την μέθοδο του παζλ, ξεκινώντας με παζλ για νήπια, εκείνα με τα μεγάλα κομμάτια, και συνεχίζοντας με όλο και μικρότερα κομματάκια, σιγά-σιγά συνθέτουν, χρόνο-χρόνο αναπτύσσουν, σταδιακά ολοκληρώνουν και, τέλος, αποκαλύπτουν την εικόνα του επαγγέλματος του γονέα. Που τους αρέσει και την κορνιζάρουν στο μυαλό τους με το μελλοντικό τους πτυχίο, ή δεν τους αρέσει και δεν ξανασχολούνται.

Εννοείται πως η εικόνα του επαγγέλματος του γονέα δεν έχει να κάνει μόνο με εμφανή εξωτερικά χαρακτηριστικά όπως το επαγγελματικό ντύσιμο και το «πώς» («διαφορετικά») μιλάμε στο τηλέφωνο. Αόρατα κομμάτια παζλ συνθέτουν την εικόνα μιας άυλης εργασιακής συμπεριφοράς: του πνεύματος του συγκεκριμένου επαγγέλματος και της εργασιακής αύρας ανεξαρτήτως επαγγέλματος.

Το παιδί ανέργων δεν έχει εικόνα. Δεν μπορεί να παίξει παζλ.

Η ικανοποίηση της εργασίας και η χαρά της επαγγελματικής προόδου ανήκουν βέβαια κι αυτά στο παζλ που το παιδάκι ανέργου δεν μπορεί να δει. Δεν τα ξέρει, δεν αναζητάει να τα μιμηθεί «μεγάλος» αφού δεν ξέρει να τα αναζητήσει, αγνοεί πώς να τα χειριστεί αργότερα ως ενήλικας. Μια ολοφάνερη δυσκολία το περιμένει όταν με την πρώτη του δουλειά τού ζητηθεί να συμπεριφερθεί ως «εργαζόμενος». Ξεκινώντας από τα βασικά, όπως να μπει σε σφιχτό εργασιακό πρόγραμμα ενώ είναι μαθημένος ο χρόνος να τρέχει ελεύθερος. Ή ουρανοκατέβατα να του τεθούν από την μια στιγμή στην άλλη αυστηρές προθεσμίες, στον ευέλικτο τρόπο ζωής που έμαθε από το σπίτι του.

Για το παιδί εργαζόμενου, όμως, αυτό ήταν το πρώτο κομμάτι του παζλ. Του δόθηκε στο χέρι ως απάντηση όταν ρώτησε «μπαμπά και μαμά, γιατί να πάτε σήμερα πάλι στη δουλειά και δεν κάθεστε σπίτι να παίξουμε;».

Το παιδάκι αυτό πλεονεκτεί και σε κάτι άλλο ανήκοντας σε εργασιακή οικογένεια. Έχει μεγαλύτερη ευκαιρία από τον «συμμαθητή με άνεργο γονέα» να αξιοποιηθούν από μικρή ηλικία κλίσεις και χαρίσματα. Το καθοριστικό για το μέλλον αυτού του τυχερού παιδιού είναι ότι την ευκαιρία αυτή να ανακαλυφθούν και αξιοποιηθούν οι κλίσεις και τα χαρίσματά του εν υπνώσει, την έχει και ο γονέας του παιδιού και μπορεί να χρηματοδοτήσει την αφύπνισή τους.

Κι αν όλα αυτά θεωρηθούν λόγια και μελλούμενα, ας μην πάμε μακριά, ας πάμε μια βόλτα σε ένα τυχαίο θεατρικό παιχνίδι στον παιδικό σταθμό της γειτονιάς. Το παιδάκι ανέργου ξεχωρίζει από τα «άλλα» της ομάδας γιατί, στερούμενο άλλων επαγγελματικών μοντέλων, επιλέγει μόνιμα να παίζει «τη δασκάλα» και «τον παιδίατρο». (Εκτός αν η δασκάλα και ο παιδίατρος είναι οι γονείς του.)

Τον χειρότερο ρόλο σε αυτό το θεατρικό παιχνίδι θα τον έχει το παιδάκι που θα πει πως θα παίξει τον άνεργο «όπως ο μπαμπάς και η μαμά». Εκτός από το ότι δεν θα έχει τι να παίξει στην παντομίμα, θα κατηγορηθεί πως στερείται φαντασίας.

Κι αν δεν μας κάνει κόπο να πάμε λίγο μακρύτερα από τον παιδικό σταθμό της γειτονιάς, ας πεταχτούμε σε άλλες χώρες με μεγαλύτερη παράδοση και πιο προχωρημένη κοινωνική υποδομή για τους ανέργους, κι ας ρωτήσουμε «τι έγιναν όταν μεγάλωσαν» τα παιδιά των «μόνιμων» ανέργων.

Επιστρέφοντας στα δικά μας, ας επιστρέψουμε με ένα γεγονός:

Όσο αυξάνονται τα άνεργα σπίτια, αυξάνεται η ευθύνη της κοινωνίας να ετοιμάσει τους αυριανούς της εργαζόμενους. Ώστε τα παιδιά, ιδιαίτερα των χρόνιων ανέργων, να λάβουν εκτός σπιτιού (αναγκαστικά) την εκπαίδευση του άρτια προετοιμασμένου εργαζόμενου.

Και του ισότιμα προετοιμασμένου εργαζόμενου. Που θα παραλάβει ως παιδάκι την σκυτάλη ενός Κράτος-Δικαίου και θα την τρέξει ως ενήλικας στην επόμενη γενιά του.

Τέλος, (τέλος;), όσο αυξάνονται τα άνεργα σπίτια, μόνο στην κοινωνία μένει να «διαβεβαιώσει» τα παιδιά ανέργων ότι όταν μεγαλώσουν δεν θα γίνουν άνεργα σαν τον μπαμπά και τη μαμά.

Σκέψη στο περιθώριο
Όσο η ανεργία στη χώρα μας υπολογίζεται με λάθος αριθμούς, ο επαγγελματικός προσανατολισμός στα σχολεία είναι λάθος.

Ένα ακόμη κείμενό μου για την ανεργία

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Αφαίμαξη στον κουμπαρά των παιδιών


Κανένας γονιός δεν είναι υπερήφανος όταν βάζει χέρι στον κουμπαρά των παιδιών. Πόσο μάλλον αν τον πιάσει το παιδί στα πράσα, με το χέρι μέσα στο γουρουνάκι.

Αν είστε άνεργος γονιός, περιμένετε. Θα έρθει η ώρα που θα συμβεί και στο γουρουνάκι-κουμπαρά του δικού σας παιδιού. Είναι καλό να γνωρίζετε, λοιπόν, ότι η κατάλληλη ώρα για αφαιμάξεις είναι όταν ο γουρουνοφύλακας λείπει στο σχολείο.

Ο τρόπος της αφαίμαξης συνιστάται να είναι μικρές δόσεις που δεν θα επηρεάσουν το βάρος του ζώου, με την ελπίδα ότι θα περάσουν απαρατήρητες. Εάν το παιδάκι σας είναι μικρό κι απονήρευτο, μια άλλη αποτελεσματική γονική συμπεριφορά είναι να κάνετε τη χορταστική σας αφαίμαξη αντικαθιστώντας στον κουμπαρά μεγάλα κέρματα με πιο μικρής αξίας για μπούγιο. Στα μικρά παιδιά το σύνολο του περιεχομένου του κουμπαρά ισούται με το μέγεθος της έντασης του κουδουνίσματός του, στοιχειώδη μαθηματικά που αν ίσχυαν και στον χασάπη της γειτονιάς σας δεν θα είχατε προβεί στον έκτακτο δανεισμό.

«Γίνεται για το καλό του παιδιού». Αυτό αν λέτε στον εαυτό σας, το γουρουνάκι την έχει άσχημα. Προτιμήστε να χρησιμοποιήσετε τα χρήματα αυτά για έξοδα του παιδιού. Θα σας κάνει να αισθανθείτε καλύτερα, τουλάχιστον λιγότερο άσχημα.

Ο παιδικός κουμπαράς μας είναι ένα ευχάριστο κεφάλαιο που οι περισσότεροι ενήλικες κουβαλάμε στο βιβλίο των παιδικών μας χρόνων. Πασπατεύοντας τον κουμπαρά του παιδιού σας, θα κουδουνίσουν διάφορες δικές σας παιδικές μνήμες. Με μέγιστη ωραία ανάμνηση, φυσικά, το άδειασμα του φίσκα κουμπαρά στο μεταλλικό ταψί της μαμάς (για να είναι η πτώση των κερμάτων θορυβώδης), παρουσία του μπαμπά-μετρητή (... ή μήπως αφαιμάκτη;).

Ως άνεργος γονιός, θα απολαύσετε εκ νέου δύο μεγάλες παιδικές χαρές σας: τη χαρά του μποναμά του γέρου θείου και τα κάλαντα.

Οι παππούδες και οι γέροι θείοι είναι μια διαχρονική πλουτοπαραγωγική μονάδα. Σύνολο μονάδων αν είστε τυχεροί κι ανήκετε σε πολυμελές σόι με πολλούς ηλικιωμένους θείους που τα ‘χουν τετρακόσια. Οι μποναμάδες στα παιδιά εκ παραδόσεως παραδίδονται στο χέρι του παιδιού ή με αντιπρόσωπο (εάν ο θείος επέλεξε εσάς, το γονιό χωρίς εισόδημα ως αντιπρόσωπο, μάλλον ατύχησε στην επιλογή του) τέσσερις φορές τον χρόνο: Χριστούγεννα, Πάσχα (χρονικά συμπίπτει με την καταβολή του δώρου της σύνταξης), στην ονομαστική εορτή του παιδιού και στα γενέθλια.

Εάν σας ενδιαφέρει να εξαντλήσετε αυτή την εισοδηματική πηγή, είναι καλό να γνωρίζετε ότι υπάρχει η δυνατότητα και δύο έκτακτων μποναμάδων στη διάρκεια του έτους: την εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου αν κατορθώσετε και ντύσετε το αγοράκι σας τσολιά – το κοριτσάκι σας Μπουμπουλίνα, και τις Απόκριες. Τα λαγουδάκια πιάνουν καλή τιμή και οι πασχαλίτσες στα κοριτσάκια. Σημειώστε ότι κανένας παππούς δεν έχει χρηματοδοτήσει την εγγόνα του «γυναίκα του δρόμου».

Τα κάλαντα των Χριστουγέννων αποκτούν πρόσθετη αξία όταν είστε χρόνιος άνεργος. Έχετε το δικό σας ανομολόγητο λόγο για να ξυπνήσετε το παιδί σας από τα χαράματα, να προλάβει τους γείτονες πριν τους πουν τα κάλαντα οι ανταγωνιστές μπόμπιρες της γειτονιάς.

Κι αν πιστεύετε ότι δεν ανήκετε στην παραπάνω κατηγορία στυγνού άνεργου γονιού, αναλογιστείτε τον εαυτό σας όταν τις γιορτές «δρομολογεί» τα παιδικά δώρα των συγγενών προς τα νέα αθλητικά παπούτσια που χρειάζεται ο μικρός ποδοσφαιριστής ή το ψευτογούνινο ζακετάκι που γυάλισε στη μικρή κοκότα. Ακόμη χειρότερα, με τι ευκολία «διαμελίζετε» το καινούργιο κομπιούτερ σε κομμάτια δώρου ή, οι παλιοί, την πολύτομη εγκυκλοπαίδεια που δεν μπορείτε να αγοράσετε μόνος σας σε κομμάτια εγκυκλοπαιδικής τυρόπιτας, και τα μοιράζετε δεξιά κι αριστερά σε παππούδες και θείους.

Σκέψη στο περιθώριο
Είναι ωραίο να ξαναγίνεσαι πού και πού παιδί!

Ένα ακόμη κείμενό μου για την ανεργία.

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

Ο καταστρεπτικός τυφώνας "Υποψία"


Ο τυφώνας «υποψία ανεργίας» θα μείνει στην ιστορία σας. Θα καταγραφεί ως μια από τις καταστρεπτικότερες υποψίες που σας έπληξε ποτέ, ιδιαίτερα άμα αποδειχθεί σωστή κι είστε άνεργος όπως το υποψιάζεστε.

Πριν σας χτυπήσει ο τυφώνας, το τελευταίο προ ανεργίας πλάνο σας σάς δείχνει να περιφέρεστε στο «βρίσκομαι ανάμεσα σε δυο δουλειές» στάδιο. Περιφέρεστε άσκοπα στο στάδιο σκοτώνοντας τον χρόνο σας (έχετε πολύ χρόνο μπροστά σας αλλά δεν το ξέρετε ακόμη) και για να διασκεδάσετε τον εαυτό σας πηδάτε τα εμπόδια με θεατρική δυσκολία. Μιμείστε τις επευφημίες κόσμου και άλλα τέτοια σαχλά. Παίζετε τον νικητή, ασφαλώς εσείς δεν ανήκετε στους ηττημένους.

Εκεί, στο στάδιο, θα σας βρει η πρώτη ψιχάλα υποψίας. Το λαμπρό φως χαμηλώνει με ντίμερ, λίγο-λίγο γίνεστε πιο σκοτεινός και τα κατάλευκα δόντια σας πιο κατάλευκα. Βλέπετε εμάς μέσα από τον φακό. Πίσω από εμάς βλέπετε να πλησιάζει μια δύση δίχως χρώματα.

Είναι ο τυφώνας που πλησιάζει χωρίς βουητό. Παρακολουθείτε τον κινούμενο ουράνιο έλικα να μεγαλώνει. Ο τυφώνας-τιρμπουσόν πιθανώς να είναι η τελευταία χαριτωμένη σκέψη σας πριν σας κοπεί το γέλιο. Ο τυφώνας «υποψία» σάς χτυπάει, όπως και πολλούς άλλους στην ίδια μοίρα με σας, με ένα τσουνάμι απαισιοδοξίας. Δεν ξέρετε τι είναι αυτό που καταπίνετε. Δεν ξέρετε πού πήγε ο κόσμος που σας κράταγε παρέα, δεν ξέρετε για πού το ‘βαλε ο κόσμος.

Η τέως ευφορία σας μπροστά στα μάτια σας και στα μάτια μας χαριεντίζεται με θράσος με τους τέως θεατές στις κερκίδες. Τους βλέπετε σκοτεινούς, κόντρα στο φως τους, σκιές από πλάσματα που ξέμειναν πίσω. Η ισχύς του τυφώνα ωθεί παλιές ζητωκραυγές πέρα μακριά, προς την ανοιχτή θάλασσα με τα καρυδότσουφλα.

Κοιτάτε σιωπηλός. Άναυδος. Για όποιον δεν ξέρει, ο τρόμος του επερχόμενου σάς έδωσε την τόλμη να βάλετε ο ίδιος εσώκλειστο το περιεχόμενό σας και να σφραγίσετε το γράμμα.

Έχει ξεκινήσει αν δεν το έχετε ακόμη καταλάβει η γύμνωση και ταπείνωση του βασιλιά. Διστακτικά, χωρίς το πανωφόρι σας, εισέρχεστε στη βεβαιότητα ότι είστε άνεργος. Εκεί δεν θα υπάρχουν πια τυφώνες κι υποψίες, μόνο σιγουριά και ένας μπόγος από άδεια βασιλικά ρούχα.

Σκέψη στο περιθώριο
Τους τυφώνες ακολουθεί νηνεμία πάνω από ερείπια.

Ένα ακόμη κείμενό μου για την ανεργία

Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Παρακαλώ, τι ώρα ανοίγει η αγορά εργασίας;

Η «αγορά εργασίας» δεν είναι εμπορικό κέντρο.


Θα μπορούσε ίσως. Η «κλειστή αγορά εργασίας» φέρνει στο νου κατεβασμένα ρολά και την περιπλανώμενη ησυχία που ακούει τα τακούνια της στο πλακόστρωτο. Ενώ το «ανοιχτή αγορά εργασίας» φέρνει οχλοβοή, κόσμο που πηγαινοέρχεται και ψωνίζει.


Η «αγορά εργασίας» είναι ένας όρος που φυτρώνει σε εφημερίδες. Ανοιγοκλείνει σαν το στρείδι ανάλογα με ποιος επαγγελματικός κλάδος την αγγίξει. Χωρίζεται στην «εντός εργασίας αγορά» και στην «εκτός εργασίας αγορά». Ανάμεσα σε αυτές τις δύο ομάδες επικρατούν οι συνθήκες του πάνω και κάτω μαχαλά, όπου οι κάτοικοι του μεν κατηγορούν τους δε ότι τους κλέβουν το νερό για πότισμα, αιγοπρόβατα και το τοπικό τους θερινό φεστιβάλ.


Στο φως της ημέρας, η ζωή κυλάει χωρίς εκπλήξεις στην «αγορά εργασίας». Ο πάνω μαχαλάς έχει τις δουλειές του, ο κάτω περνάει την ώρα του στο καφενείο. Αλλάζουν κάποιες ματιές κάτω από τον πλάτανο, κι αυτό είναι όλο. Την νηνεμία του τοπίου όπου τίποτα δεν κουνιέται, διασπά κατά καιρούς μια παντρειά-έκπληξη και μεμονωμένοι αντάρτες από την «εκτός εργασίας αγορά» που αρπάζουν τις εργασιακές θέσεις του κοσμάκη.


Τη νύχτα είναι που γίνεται το έλα-να-δεις. Τότε γίνονται οι περισσότερες μετακινήσεις, στο σκοτάδι. Είχαν ξεκινήσει τη μέρα με ύποπτα «ψου-ψου» στη βρύση. Οι τοπικές κουκουβάγιες αντικρίζουν τότε έκπληκτες σκυφτούς ανθρώπους να μπουσουλούν στα τέσσερα, άλλους να αναρριχώνται σε εργασιακές θέσεις κοιμισμένων ή, τις νύχτες με πανσέληνο, διακρίνουν καθαρά ανθρώπινες σκιές στον απέναντι ασβεστωμένο μαντρότοιχο που περιμένουν το «πυρ» της εκτέλεσης.


Σε όλο αυτό το δραματικό σκηνικό, υπάρχει ασφαλώς - πώς θα μπορούσε να λείπει; - ο ήρωας ζεν πρεμιέ που εισβάλλει στη ζωή της «αγοράς εργασίας» πατώντας φουριόζικα την κόρνα από το σκονισμένο φορτηγάκι του που φέρει την επιγραφή «αναλαμβάνω μετακινήσεις στελεχών». Ο ρόλος του είναι ρόλος δράσης. Σκηνοθετικά σηκώνει λίγο Ζορό, λίγο Ρομπέν, λίγο Σούπερμαν. Στήνει το πλιαν τραπεζάκι του κάτω από τον πλάτανο, ανοίγει την ατζέντα του και λέει τη μαγική φράση «να περάσει ο πρώτος, παρακαλώ».


Το δειλινό τον βρίσκει με μια στοίβα βιογραφικά και έναν τόνο αγωνίες που το τριαξονικό του θα μεταφέρει στην συνέχεια σε γειτονικές επιχειρηματικές ραχούλες.


Ο όρος «αγορά εργασίας» αναφέρεται στο αγοραίο μέρος της εργασίας. Επικρατεί η γλώσσα των αριθμών, η φωνή της λογικής και η μέθοδος των τριών. Ο άνεργος ως ον κι όχι ως κωδικός ή στατιστικό ποσοστό, απουσιάζει από την πράξη.


Η Κοινωνία δεν μπορεί να συμμετάσχει στην μαθηματική πράξη όταν είναι αφηρημένη. Αν αντιμετωπίζεται ως αφηρημένη έννοια. Έτσι όπως είναι σήμερα, δεν επηρεάζει το γινόμενο. Ο άνεργος απουσιάζει ως κοινωνική μονάδα. (Καλά κάνει γιατί, όταν δεν απουσιάζει, μέμφεται ότι επιβαρύνει το σύνολο.)


Το ότι ο εργαζόμενος χωρίς δουλειά έχει αντικατασταθεί από μια στατιστική μονάδα, ενώ λείπει σπίτι του, είναι προϊόν λογικής επεξεργασίας. Αυτό όμως που δεν ξέρω αν εσείς συγχωρείτε στη λογική είναι η βαριά οσμή τεχνοκρατισμού, το ότι δεν πλύθηκε και με λίγο συναίσθημα. Από το μεγάλο πρόβλημα έκοψε μόνο την μπουκιά με την ψίχα.


Από την «αγορά εργασίας» ο άνθρωπος αυτός περιμένει να αντιμετωπίζεται ως εργαζόμενος, γιατί η νοοτροπία του είναι η νοοτροπία του ανθρώπου που εργάζεται και, επιπλέον, έχει επενδύσει σε αυτόν τον τίτλο, άρα τον δικαιούται. Νιώθει όμως πως πλανάται μια νοητή προϊστάμενη αρχή που τον επιπλήττει σαν να ήταν «προβληματικός» εργαζόμενος εντός εργασίας. Λες κι ανήκει ακόμα σε εργασιακό περιβάλλον, αισθάνεται την πίεση άγραφων κανόνων καλής συμπεριφοράς, όπως το αγόρι που του ‘ρχεται να κλάψει όμως του απαγορεύεται να κλάψει «γιατί είναι άνδρας».


Άλλοτε «άνδρας» άλλοτε μαμμόθρεπτο. Έχει επίγνωση, δεν το νιώθει απλώς, ότι τα πράγματα γίνονται ερήμην του. Η συμμετοχή του είναι παθητική. Διαβάζει, βλέπει, ακούει, πληροφορείται. Δεν ορίζει τις εξελίξεις «του». Ακούει από το σπίτι του, όπου βρίσκεται αποκλεισμένος, το πανηγύρι που γίνεται στην κεντρική πλατεία «αγορά εργασίας».


Λοιπόν, η «αγορά εργασίας» ως όρος φαίνεται να χρειάζεται επειγόντως έναν αντίποδα-όρο για να αναμετρηθούν τα αναστήματά τους. Το πεδίο του νέου όρου ευνόητα εκτείνεται στην ευρύτερη επαρχία της «εργασίας» και βλέπει, από την πίσω πλευρά της «αγοράς», την τωρινή αθέατη πλευρά του «ανθρώπου».


Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα βαθμό απόπειρα σύγκλισης της τωρινής μας «αγοράς» με την αρχική έννοια της αρχαίας ελληνικής λέξης «αγορά» όπου άνθρωποι συγκεντρωνόντουσαν για να συζητήσουν και να επιλύσουν θέματα. Με αυτή την έννοια και γνωρίζοντας την αντίληψη των προγόνων μας για «το άτομο» και «το σύνολο», ασφαλώς η αρχαία ελληνική «αγορά εργασίας» θα ήταν άλλου, αρχαίου επιπέδου.


Αυτές οι σκέψεις, να που φέρνουν στην αρχή αυτού του κειμένου. Η «αγορά εργασίας» όπως είναι σήμερα είναι ένα «εμπορικό κέντρο».


Και μέχρι εκεί.


Σκέψη στο περιθώριο Μια που μιλάμε με όρους, υπάρχει και «αγοραφοβία εργασίας»;


Ένα ακόμη από τα κείμενά μου για την ανεργία

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Η καταδίκη των μισθοφόρων

Μπορεί, σήμερα, να μην αναγκαζόμαστε να βαδίσουμε από τη Ρώμη ως τη βαθιά Ανατολία και το σταύρωμα στο πλάι των δρόμων για παραδειγματική τιμωρία να έχει εκλείψει, όμως η έννοια της μισθοφορίας φαίνεται να κουβαλάει από αιώνα σε αιώνα αναλλοίωτες γονιδιακές κακοτεχνίες. Η Έννοια Μισθοφορία ήταν και είναι από γεννησιμιού της δύσμορφη.


Πιάνοντας δουλειά ως μισθωτός μισθοφόρος, αποδέχεται ο μισθοφόρος ότι δέχεται να μισθώνει κάποιος τις (συγκεκριμένες) υπηρεσίες του για όσο διάστημα τις χρειάζεται. Τίποτα μεμπτό σε αυτό όσο κι αν τσούζει τον εργαζόμενο μισθοφόρο ότι κάποιος άλλος ορίζει το «έως πότε» και το «εάν ακόμη» τον χρειάζεται. Η δυσμορφία έπεται και πατάει σε αυτή τη λογικά αποδεκτή βάση της εξαρτημένης εργασίας. Πατώντας πάνω εκεί και ξεπερνώντας σε ύψος τον εργαζόμενο, η μισθοφορία ξεχνάει κάποιες φορές τη γήινη υπόστασή της και παρασύρεται σε εναέριες ή υπόγειες φύσεις που δεν είναι η φύση της, όπως αιωρούμενους εκβιασμούς, έρπουσες απειλές που πιπιλούν υποχθόνια το «έως πότε» και παιχνίδια που αρμόζουν σε γάτες και ποντίκια.


Τώρα που οι μισθοφόροι μισθωτοί δεν στέλνονται στα σύνορα της αυτοκρατορίας αλλά στρατοπεδεύουν στα περιορισμένα τετραγωνικά μιας επιχείρησης βρισκόμενοι κυριολεκτικά (;) ανάμεσα στα πόδια του ανθρώπου που τους μισθώνει, η μισθοφορία μοιραίο είναι να σκοντάφτει στις ανθρώπινες σχέσεις που τις σκουντάει ο ανθρωποκεντρισμός της εποχής μας σε νέα χωροδιάταξη. Σκουντώντας τες να καθίσουν η μια όπως-όπως στα γόνατα της άλλης. Στριμωγμένες μεν αλλά σε αυτοκρατορικό θρόνο δε.


Η κακή χρήση των «έως πότε» και «εάν ακόμη», με τις σύγχρονες μεθόδους που δεν βγάζουν νύχια, επαυξάνει με νέα γενετική ασχήμια την κληρονομημένη γονιδιακή κακοτεχνία της Μισθοφορίας. Και την περνάει έτσι, δηλαδή ακόμη ασχημότερη, στις επόμενες γενιές μισθοφόρων. Άμα τύχει μάλιστα να την ντύσουν και με μοντέλα κακής συμπεριφοράς, τότε δεν φαίνεται να μένουν και πολλά στους επόμενους για να αποτελειώσουν την τέλεια εργασιακή δυσμορφία.


Αναλογιζόμενοι τους προγόνους μισθοφόρους, από το χτες στο σήμερα οι ιστορικές ομοιότητες ξαφνιάζουν με την μακροζωία τους. Έτσι, ο κουρασμένος πενηντάρης μισθοφόρος και η γυναίκα μισθοφόρος που σέρνει τρία κουτσούβελα από τη φούστα της, έτσι και σήμερα, το ίδιο και σήμερα, κανείς δεν τους «μισθώνει». Έχει δυστυχώς φαίνεται περάσει στα γονίδια.


Σκέψη στο περιθώριο Να αλλάξουμε DNA δεν γίνεται, να μάθουμε όμως να ζούμε καλύτερα με το DNA μας, γίνεται και παραγίνεται.


Ένα ακόμη κείμενό μου για την ανεργία

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Η αλλιώτικη "ειπωμωνύ" της ανεργίας

Ανάμεσα στους συντρόφους, τους σωστούς συντρόφους παντός καιρού, ισχύει ο νόμος των συγκοινωνούντων δοχείων. Μαζί με μία ανεργία, παίρνουμε ακόμη μία ανεργία δώρο για τον/την σύντροφό μας.

Επικρατεί η αντίληψη ότι σ’ ένα ζευγάρι μόνο ο ένας σύντροφος, αυτός σε επαγγελματική κρίση, έχει το πρόβλημα. Ότι η αυτονόητη δουλειά του άλλου είναι να αναμένει και υπομένει. Απόδειξη, όποιος θέλει να μάθει αν υπάρχει κάτι νεότερο στο επαγγελματικό ανακοινωθέν του άνεργου, ρωτάει ιδιαιτέρως τον σύντροφό του. Ακόμη, δεν είναι τυχαίο ότι ο συχνότερος κοινωνικός έπαινος που απονέμεται στον σύντροφο ανέργου, είναι της Υπομονής.

Τα έμπειρα στην ανεργία ζευγάρια γνωρίζουν ότι το πρόβλημα είναι 1 + 1. Το δράμα έχει δύο πράξεις. Η πρώτη πράξη ανήκει δικαιωματικά στο μέλος που έχασε τη δουλειά του κι είναι φυσικά η πιο θεαματική, γι’ αυτήν μαζεύεται ο κόσμος. Η δεύτερη πράξη, το έργο του συντρόφου, είναι ένας μονόλογος που δεν κόβει εισιτήρια. Ο ρόλος αποδίδεται μάλιστα καλύτερα όταν δίδεται μπροστά σε άδεια καθίσματα με κλειστές τις πόρτες. Χωρίς να σημαίνει ότι έχει μικρότερη αξία επειδή δεν έχει θεατές. Απαραίτητη όμως σημείωση: Επειδή δεν έχει θεατές, μην περιμένετε χειροκρότημα.

Εάν αυτός που έμεινε χωρίς δουλειά είναι ο άντρας, επικρατεί επίσης η αντίληψη ότι τα πράγματα είναι πιο εύκολα σε συντροφικό επίπεδο, γιατί η γυναίκα έτσι κι αλλιώς είναι οπλισμένη με υπομονή.

Η συγκεκριμένη υπομονή πρόκειται για μία διαφορετική ειπωμωνύ. Με το που ανατρέπεται το καθεστώς και κάποιος από εργαζόμενος γίνεται «οικιακά», είτε είναι άντρας είτε γυναίκα ακολουθούν ντόμινο μια σειρά από ανατροπές που με τη δύναμη του τσουνάμι σαρώνουν το φοινικόδεντρο από όπου, καθισμένος στην κορυφή, στεγνός και ασφαλής, παρατηρούσε με τα κιάλια την επερχόμενη περιβαλλοντική καταστροφή του. Όσο φώναζε ότι πλησιάζει το κακό, ο/η σύντροφός του μάζευε βιαστικά τις καρέκλες.

Ο / Η σύντροφος ζει μια συντροφική εξ αγχιστείας ανεργία. Μια μοναχική, σιωπηλή, βαθιά θλιπτική συν-ανεργία κλάσεις ανώτερη από την κλασική υπομονή. Είναι η δύναμη του να είσαι πάντα εκεί όταν φυγοκεντρικά διώχνεσαι απών, οι τρυφερές συνωμοσίες και οι κρυφά πληρωμένοι λογαριασμοί, ο πάκος τα ματαιωμένα σχέδια στην τσάντα της ανακύκλωσης, η αναβολή της αναβολής ω αναβολή, η θετική αύρα στο σπίτι που δεν κυκλοφορεί σε σπρέι, το μοίρασμα της νυχτερινής εφίδρωσης, η αντοχή σε μια επώδυνη μονιμότητα, η νέα γνώση της νεοαπόγνωσης, η συνεχής επίκυψη για να σηκώνεις από κάτω πεσμένες κουβέντες, το κολλημένο χαμόγελο, η άγρυπνη ματιά κι όταν κοιμάσαι, η πλύνε-βάλε στολή κλόουν για μπροστά στα παιδιά, η ανώφελη επίγνωση ότι από τον σύντροφό σου και συγκεκριμένα από το δικό του πότε θα βρει νέα εργασία, εξαρτάται η λύση του δικού σου προβλήματος.

Είτε άντρας είτε γυναίκα, ως σύντροφος έρχεται κανείς αντιμέτωπος με πρακτικά καθημερινά θέματα που σταδιακά, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, από το πώς δηλαδή εκτοξεύουν έναν τεταμένο άνθρωπο, επιλέγει να αποσιωπά και να αντιμετωπίζει μόνος. Αυτό είναι το περιβόητο στάδιο της Σιωπής. Η συντροφική ομερτά της ανεργίας.

Κάτω από τα βουβά πρακτικά και τα σιωπηλά καθημερινά, συσσωρεύονται με τον καιρό ακραία υπαρξιακά φαινόμενα. Το «αυτή θα είναι η ζωή μου από ’δω και μπρος;», το «τι θα γίνει αν διακοπεί αύριο και η δική μου η δουλειά;», το «από πότε έχουμε να περάσουμε καλά;» είναι μερικά μόνο από τα κλασικά υπαρξιακά ερωτήματα που τιτιβίζουν ενοχλητικά, δαιμονισμένα, γύρω από την ή τον συν-άνεργο σύντροφο.

Η «ειπωμωνύ» σαν το ξερό κρεμμύδι έχει πολλές φλούδες. Αθώα λευκές φλούδες που, ωμές, καίνε σαν διάολοι. Μέσα-μέσα στις φλούδες του κρεμμυδιού υπάρχει κρυμμένη μια πράσινη, χλωρή καρδιά. Η κοινή καρδιά του ζεύγους.

Σκέψη στο περιθώριο
Ο κόσμος την καρδιά του ξερού κρεμμυδιού τείνει να την πετάει και να κρατάει τις φλούδες.

Ένα ακόμη κείμενό μου για την ανεργία

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Το Business Plan του πάγκου με τα φρούτα

Και να θέλουμε, στις μέρες μας είναι δύσκολο να γίνουμε από δήμαρχος κλητήρας. Γιατί υπάρχουν κλητήρες χωρίς δουλειά που ψάχνουν για δουλειά. Γιατί να πάρουν δήμαρχο;

Στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες τέτοια σενάρια ήταν δημοφιλή. Βέβαια, δεν ήταν κωμωδίες. Η κόρη πλουσίας οικογενείας που από κόρη δημάρχου έγινε σύζυγος κλητήρα πλάνταζε στο κλάμα, και το νεόπτωχο παλικάρι στην οικοδομή που βρόντηξε κάτω δημαρχίες κι αηδίες τραγούδαγε πικρά τραγούδια. Η ευχαρίστηση του θεατή ήταν ότι αυτό δεν συνέβαινε σε αυτόν (στον θεατή). Μασούλαγε τον πασατέμπο του από απόσταση ασφαλείας.

Πια, δεν είμαστε σε απόσταση ασφαλείας. Πρωταγωνιστούμε εμείς! Η εποχή έχει γυρίσει σελίδα και η ζωή δεν είναι άσπρη-μαύρη. Τα λόγια ότι στην ανάγκη «θα πάω πωλήτρια στο σούπερ μάρκετ» είναι σε παλιά γλώσσα. Στα σύγχρονα, δεν μεταφράζεται έτσι και δεν πολυισχύει. Επειδή σε μία εργασιακή σχέση παντρεύονται δύο ανάγκες: η ανάγκη του εργοδότη και η ανάγκη του εργαζόμενου. Πριν ξαναπείτε λοιπόν ότι στην ανάγκη «θα πάω να πουλάω ψωμί», σκεφθείτε αν η ανάγκη που επικαλείστε συμφωνεί με του συγκεκριμένου κυρίου-Γιάννη, του αρτοποιού της γειτονιάς σας.

Όσο πιο κλητήρας είμαστε διατεθειμένοι να πάμε, τόσο πιο δήμαρχος θα διαπιστώνουμε πως είμαστε! Κανένας προϊστάμενος κλητήρων δεν θα πετάξει την σκούφια του να μας έχει από κάτω του. Κανένα αφεντικό δεν θα νιώσει αρκετά αφεντικό κοντά μας. Είμαστε παράταιροι, είμαστε απειλή. Ο ακαδημαϊκός όρος είναι «overqualified».

Ενός λάθους μύρια έπονται. Όταν πάμε να χτυπήσουμε μια λάθος πόρτα, θα συναντήσουμε λάθος άνθρωπο (τον κύριο-Γιάννη) και μάλλον θα του πούμε λάθος λόγια. Ο άσσος που κρίνουμε πως έχουμε στο μανίκι μας, ότι ξεσκονίζοντας το ράφι του θα ξεσκονίσουμε και την επιχείρησή του προσφέροντας δωρεάν στον εργοδότη μας, παράδειγμα, ένα σούπερ business plan που ούτε στο όνειρό του δεν το έχει δει, είναι άλλης τράπουλας άσσος. Της παλιάς μας τράπουλας.

Άρα, ή να βρούμε τα σωστά λόγια να πούμε στον κύριο-Γιάννη (γνωρίζοντας τον κίνδυνο «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού») ή να μείνουμε σταθεροί στον επαγγελματικό μας στόχο και σε αναμονή (γνωρίζοντας τον κίνδυνο «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού»).

Οπωσδήποτε, όσο πιο κοντά παραμένει κανείς στον Στόχο του, τόσο τον βλέπει και τον θυμάται. Μερικές αποφάσεις, τελικά, είναι ζήτημα θέσης.

Σκέψη στο περιθώριο
Ουδέν προσωρινότερον! Αντί του ουδέν μονιμότερον.

Ένα ακόμη κείμενό μου για την ανεργία.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Πορτρέτο μελλοντικού ΗΟΜΟ ΝΕΟ-ΑNERGOS

Τυχαίο πορτρέτο μελλοντικού homo neo-anergos
Μια κοινή προσωπογραφία

Ανάλυση τεχνοτροπίας:

Πρόκειται για ένα κλασικό πορτρέτο εργαζόμενου Ανώτατης Σχολής. Ίσως και Ι.Ε.Κ. Τέλος πάντων κάποιας Σχολής, δεν έχει σημασία.

Ο εργαζόμενος του πορτρέτου μας δεν διαφέρει από τον διπλανό του στην πινακοθήκη. Η χρωματική παλέτα έχει επιλεγεί έτσι ώστε να μην τραβάει την προσοχή. Κυριαρχούν τα κλασικά χρώματα επαγγελματικού κοστουμιού ή ταγιέρ, χωρίς ενδιαφέρουσες ενδυματολογικές πινελιές που θα ανέτρεπαν την κατεστημένη επαγγελματική εικόνα.

Το έργο σε γενικές γραμμές χαρακτηρίζεται από καλή εργασιακή ρουτίνα. Ο καλλιτέχνης πέτυχε να δείξει ότι ο ήρωας του πορτρέτου ελέγχει τον ατομικό εργασιακό του χώρο όπως τα μολύβια στη μολυβοθήκη του. Κοιτώντας τον πίνακα μπορούμε να υποθέσουμε με σιγουριά ότι αναγνωρίζει στις φωτογραφίες τα παιδιά των συναδέλφων του και είναι πληροφορημένος για τις ιώσεις τους και τα δώρα που τους φέρνει ο Άη-Βασίλης.

Ο εικονιζόμενος μάς κοιτάζει κατάματα. Μας εξερευνά σαν υποψήφιο πελάτη. Μας αναγκάζει να βγάλουμε την τσίχλα από το στόμα. Αποτελεί ένα εξαίρετο δείγμα της τεχνοτροπίας-καθρέφτης. Μένεις με την απορία τελικά ποιός από τους δύο είναι πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, εσύ ή αυτός. Φανερή επιδίωξη του δημιουργού ήταν να έχει -και έχει- ο ήρωάς του το βλέμμα του ικανοποιημένου παλιού πάτερ-φαμίλια που έχει κλειδώσει στο κατώι τα κορίτσια του. Είναι μια ματιά σταθερή και σίγουρη σαν ασφαλιστική εταιρεία. Καμιά πινελιά ανησυχίας, κανένα ίχνος υποψίας. Θα συμφωνήσετε όμως πως υπάρχει μια δόση έντασης που θα ξεσπάσει αργότερα στο σπίτι.

Κάποια κούραση που διαφαίνεται στα μάτια, σας επιστείω την προσοχή σε αυτούς τους αχνογκρί αχνομελιτζανί κύκλους που απλώνονται κάτω από το κάτω βλέφαρο, έχει γίνει σκόπιμα ώστε να προσδώσει στο πορτρέτο εργασιακή ρεαλιστικότητα. Πράγματι, οι γραμμές έκφρασης προδίδουν αυτάρκεια και καλό έλεγχο του χρωστήρα. Ένα Εγώ μια σταλίτσα ίσως πιο ψηλό. Σαν να βγήκε μόλις από τον κουρέα. Αν ο εργαζόμενος αυτός δεν ήταν πορτρέτο, θα μύριζε επώνυμη κολώνια. Συμφωνείτε;

Για το τέλος επίτηδες αφήσαμε τα μαλλιά. Σε πρώτη ανάγνωση βλέπουμε μαλλιά καλοκουρεμένα που διαδηλώνουν με ντουντούκα την απόλυτη τάξη. Τιθασευμένες οι ατίθασες μπούκλες, η φοιτητική τζίβα, η εφηβική αλογοουρίτσα. Μαλλί σαν το λιοντάρι στο κλουβί. Αυτή είναι η ερμηνεία που επικρατεί. Μιλώντας για τρίχες, ο εικονιζόμενος φαίνεται να έχει κλείσει στο πατάρι τυχόν παιδικές αναμνήσεις από το παιδικό του κεφαλάκι αναμαλλιασμένο από πατρικό χάδι ή τη σφαλιάρα του γείτονα. Φαίνεται να θέλει ακόμη να έχει αφήσει πίσω, σε κάποια παραλία, το ανέμελο αναμάλλιασμα από καλοκαιρινό μαϊστράκι στις τελευταίες του διακοπές από τη δουλειά. Όμως, πλησιάστε, κοιτάξτε καλά, στην άκρη των μαλλιών, εκεί που τον χειμώνα κατοικοεδρεύει η ψαλίδα, τον προδίδει μια σταγόνα θαλασσινή αλμύρα. Εκεί κρύβεται η μαγεία του έργου!

Εκεί κρύβεται και η ερμηνεία του έργου!

Σκέψη στο περιθώριο
Εναλλακτικός τίτλος: Όταν σε μια σταγόνα νερό πνίγεται ο επαγγελματικός ορθολογισμός.

Ένα από τα κείμενά μου για την ανεργία.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Το βασίλειό μου για μια δουλειά

Το ανταλλάσσεις; Το ανταλλάσσεις πράγματι; Τον εαυτό σου, το «βασίλειό» σου που μεγάλωσες με διαξιφισμούς ακροβατώντας σε επικίνδυνα τοιχία και το υπερασπίστηκες, άλλοτε, με μάχες πρόσωπο με πρόσωπο χωρίς να φοβηθείς το τρομερό προσωπείο του εχθρού; Αναρωτιέμαι τι έγινε ο ηγεμών που ήξερα στο σώμα σου! Πάει; Πήγε στο γραφείο; Μετά τις 5 το απόγευμα πια θα επιστρέφει ο βασιλιάς; Επικεφαλής ηγεμών χωρίς σώμα στρατού θα είναι! Πλέον μετά τις 5:00 καβάλα στον Βουκεφάλα του, παντέρημος θα καλπάζει στα παλιά πεδία μάχης που έχουν καλύψει άγριες ανεμώνες καταδιώκοντας την σκιά του.

Όλα τούτα και όοοολα εκείνα που κουβαλάνε οι σιωπές σου περιμένουν ένα νεύμα σου. Για να ξεφυσήσουν με ανακούφιση και να ξαναπλώσουν τα τρυφερά μέλη τους, ή την αρίδα τους, στο βασίλειο που τους έχτισες να ζήσουν, μνήμες βασιλοπούλες με βελούδινα βαρύτιμα φορέματα εποχής και ροδαλά τριανταφυλλένια μάγουλα.

Εδώ, σου βάζω τη δουλειά στην άκρη στο τραπέζι. Λιμπιστική δουλειά, ε; Την αρπάζεις; Κάτω το χέρι σου, δεν τα ‘παμε ακόμη! Δεν συμφωνήσαμε. Τι περιέχει το βασίλειό σου, τι έχεις από τον εαυτό σου να μου δώσεις για να πάρεις;

...Βάλε το «βασίλειό» σου πίσω στην τσέπη σου. Δεν θα το πάρω. Δεν το θέλω πια. Αν το κατάλαβες, δεν έχεις πλέον βασίλειο να πουλήσεις.

Σκέψη στο περιθώριο
Ανταλλακτική οικονομία με τον εαυτό μας;

Ένα από τα κείμενά μου για την ανεργία







Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Η χαμένη ευκαιρία να βγούμε στην τηλεόραση

Η δραματικότερη στιγμή στο τηλεθεατικό μας μεροκάματο είναι όταν βρεθούμε σε συζήτηση που μιλάνε για την ανεργία.

Αργά ή γρήγορα θα προσγειωθούμε σε τηλεοπτικό «τοκ-σόου» που αναφέρεται σε μας, τον ανώνυμο άνεργο. Θα πέσουμε πάνω σε μια ομάδα εργαζομένων που έχουν προσκληθεί στην τηλεόραση να μιλήσουν για την ανεργία που αγνοούν. Θα συζητάνε στην τηλεόραση «το θέμα μας» ερήμην μας. Μπροστά στα μάτια μας, άγνωστοί μας άνθρωποι θα διαπληκτίζονται και χειρονομούν με την ίδια ένταση και φραστικό λεκτικό που στο διπλανό κανάλι πριν από λίγο διαπληκτίζονταν και χειρονομούσαν για νεκρά κοτόπουλα και μολυσμένα γάλατα.

Θεωρητικά μια τηλεοπτική συζήτηση με θέμα την ανεργία, μας αφορά. Την πρώτη φορά την παρακολουθούμε όπως θα εξετάζαμε σε μια ομαδική φωτογραφία που δείχνει κι εμάς, τα μαλλιά μας και τα δόντια μας.

Στην πράξη, μια τηλεοπτική συζήτηση με θέμα την ανεργία δεν μας αφορά. Από τη θεματική ντουλάπα της συζήτησης, απουσιάζει το δικό μας ρούχο. Το αγαπημένο μας, εκείνο το πολυφορεμένο τριμμένο μέσα κι έξω ρούχο που έχει ντυθεί τη μυρωδιά μας.

Από τον καναπέ-φωλιά μας, σε απόσταση ασφαλείας δηλαδή, χωρίς κομμένη την ανάσα παρακολουθούμε μασουλώντας πατατάκια τη μεγάλη μάχη που δίδεται για χάρη μας στην τηλεόραση. Οι κάμερες δείχνουν κοντινά πλάνα από πολεμιστές με μακιγιάζ τηλεοπτικής μάχης. Άσφαιρες λέξεις φεύγουν προς κάθε κατεύθυνση του πάνελ κι επιστρέφουν, μπούμερανγκ, κενές και κουρασμένες.

Απουσιάζουμε. Στο πάνελ δεν παρευρισκόμαστε. Κοιτώντας προσεκτικότερα τους ομιλητές, δεν θα ανακαλύψουμε τον εαυτό μας. Μην περιμένετε ότι θα σας δείτε να σας κουνάτε το μαντήλι στην οθόνη. Ούτε για χαιρετισμό. Ούτε για να παραδοθείτε.

Όσο μιλάνε για μας, εμείς είμαστε στο σπίτι μας. Σαν ο βασικός ομιλητής να πήγε για λίγο έξω και να έμεινε η καρέκλα του κενή σε όλη τη διάρκεια της τηλεοπτικής συζήτησης. Αφήνοντας, ως συνομωτική υπογραφή ή ίχνος παρουσίας, την παράταιρα γιγαντιαία σκιά του στο σκηνικό της εκπομπής. Την σκοτεινή σκιά ενός προβλήματος με χέρια και με πόδια. Σε ένα επαγγελματικό πάνελ-ρινγκ όπου θα γίνουν σε λίγο όλοι μαλλιά-κουβάρια.

Η σκιά μας στον καναπέ, και όχι εμείς, παρακολουθεί την άνεργη ιδιότητά μας γυμνή στο εξεταστήριο, με τους επαγγελματίες φοιτητές του «τοκ-σόου» να μας περιεργάζονται ως εξεταστέα ύλη. Όσο εμείς, ως τηλεθεατής μας, έχουμε πιαστεί στα χέρια με το διαβολάκι μέσα μας που μας ρωτάει περιπαικτικά πόσοι τηλεθεατές έκαναν zapping από την εκπομπή «μας» μη βρίσκοντας ενδιαφέρον.

Σκέψη στο περιθώριο
Το διπλανό κανάλι παίζει κωμωδία.

Ένα από τα κείμενά μου για την ανεργία


Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Μια μερίδα ανεργία


Η ανεργία κουβαλιέται πιο εύκολα όταν το βάρος της μοιράζεται. Ο εργένης άνεργος θα ανακαλύψει αυτή τη θεμελιώδη αλήθεια, σύντομα. Όταν ...

... όταν θα διαβεί την ισιάδα του πρώτου καλού δίμηνου-χιλιόμετρου, περάσει την εύφορη ραχούλα, γεμίσει το παγούρι του στη γάργαρη πηγούλα, στρίψει την απότομη στροφή και ξεμυτίσει, απροετοίμαστος, στη ζοφερή χώρα της Ανησυχίας. Θα τον προϋπαντήσει ένα χοντρό τούνελ, το φυσικό σύνορο της Ανησυχίας.

Απροετοίμαστος, θα μπει στο τούνελ σφυρίζοντας. Για να ανακαλύψει σύντομα, από τα πρώτα κιόλας βήματα, πως δεν βλέπει φως! Εκεί καραδοκούν σαν ληστές και θα τον πλευρίσουν οι Ανησυχίες που θα του καρφώσουν στο μυαλό ότι το τούνελ είναι τυφλό. Θα παίζουν μαζί του μαδώντας τη μαργαρίτα της Αισιοδοξίας του. «Έχει έξοδο το τούνελ – δεν έχει έξοδο το τούνελ». Ανυπεράσπιστος πλέον, αντί του απροετοίμαστος, έφτασε στο σημείο που θα κουτουλήσει στο θεμέλιο της παραπάνω θεμελιώδους αλήθειας.

(Η διήγηση αυτή θα εκπλαγείτε πόσο είναι ρεαλιστική.)

Καθισμένος στο κουτουλημένο θεμέλιο, τρίβοντας με απορία και οδύνη το κατακούτελο καρούμπαλό του, ο άνεργος εργένης θα κατακλυστεί από ένα σμήνος παυσίπονων εικόνων και πυγολαμπίδες θετικής σκέψης που θα γυρέψουν να τον ανακουφίσουν με την ευδαιμονία τους: Τσαφ, θα δει δίπλα του, μια / έναν συνοδοιπόρο που δεν θα κρατάει τον χάρτη ανάποδα και θα παίζει στα δάχτυλα την πυξίδα. Ο /Η συνοδοιπόρος αυτή, σαν τον έφιππο Κολοκοτρώνη, θα του δείχνει με το δάχτυλο αποφασιστικά την κατεύθυνση προς τον μυστικό αεραγωγό του τούνελ. Στην συνέχεια θα τον πάρει αγκαζέ και θα τον συνοδεύσει, ασφαλή, τραγουδώντας ανέμελα προσκοπικούς σκοπούς περιπάτου.

Η ανεργία κουβαλιέται πιο εύκολα όταν το βάρος της μοιράζεται.

Η συνειδητοποίηση της έλλειψης συντροφικού στηρίγματος «με πλάτες» έρχεται μαλακά και πουπουλένια, ως αυτονόητο φυσικό επακόλουθο, τη μέρα που ο / η άνεργος εργένης αισθανθεί, και δια του πόνου παραδεχθεί, ότι με ένα «γεροδεμένο» σύντροφο θα ήτανε καλύτερα. Για συναισθηματική στήριξη, για οικονομική υποστήριξη και για να παίζει τάβλι. Η αθώα αυτή νέα επίγνωση είναι ικανή με ισχύ πυρηνικής βόμβας να μεταλλάξει τον πυρήνα, το κέντρο στον «εγω-κόσμο» του δηλωμένου /-ης εργένη.

Μην ξαφνιαστείτε, λοιπόν, αν μετά την περιπέτεια της ανεργίας του, ο φανατικός εργένης ή εργένισσα κάνει στροφή στη μοναχική προσωπική καριέρα του και μεταλλαχτεί σε φονταμελιστή του ιερού θεσμού της οικογένειας.

Μέχρι τότε, μέχρι να λήξει η περιπέτεια αυτής της ανεργίας ή για όσο διαρκεί ως εργένικη ανεργία, καλείται αναγκαστικά να δώσει τη μάχη ως μονομάχος. Με ενθουσιώδεις υποστηρικτές, από την κερκίδα ή με το ένα πόδι στην αρένα, τους οικείους του και την επίλεκτη λεγεώνα των συντρόφων-φίλων του.

Σκέψη στο περιθώριο
Καλού-κακού ας κρατήσει θέση, ο μονομάχος, στη φωτογραφία του γάμου του!

Ένα από τα κείμενά μου για την ανεργία


Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Προσωρινά, λιγότερο προσωρινά, για μεγάλο διάστημα, μόνιμα

«Για λίγο καιρό». Αύριο-μεθαύριο. Όπου να ‘ναι. Έκανε καλή δουλειά η τελευταία σας επαγγελματική συνέντευξη, θα ακολουθήσει σάς είπαν κι άλλη την επόμενη εβδομάδα, την μεθεπόμενη ή την επόμενη της μεθεπόμενης εβδομάδας. Ο καιρός περνάει τόσο γρήγορα. Οι εβδομάδες σας κατρακυλούν σαν άδεια βαρέλια στην κατηφόρα του κενού χρόνου.

Μπράβο αν βγάλατε τον μαραθώνιο των συνεντεύξεων κατοστάρι.

Η ανεργία του «λίγου καιρού» είναι ένα απλό επαγγελματικό διάστρεμμα. Λίγη ξεκούραση και ξανά πίσω στη δουλειά. (Να θυμάστε μόνο να προσέχετε πώς το πατάτε για να μην την ξαναπάθετε.)

Από το «για λίγο καιρό» στο «ποτέ ξανά» η χρονική απόσταση είναι μεγάλη.

Η μεταλλαγή του εαυτού σας είναι μεγαλύτερη. Αν και εξελίσσεται σταδιακά, ένα βουβό κατρακύλισμα χωρίς ντάμπα-ντούμπα, όλοι γυρνάνε το κεφάλι τους προς το μέρος σας. Καθώς οδεύετε προς το «ποτέ ξανά», αισθάνεστε τα χιλιάδες μάτια μιας μύγας αποκρουστικής στο κλόουζ-απ που μόνο εσείς από τον περίγυρό σας είστε σε θέση να δείτε επειδή βρισκόσαστε σε απόσταση αναπνοής. Μυρίζετε την μυγική ανάσα της και αναγνωρίζετε τι τρώνε «οι άλλοι», το ίδιο που φάγατε πέρσι τέτοια μέρα. Ψυχολογικά λερός, μια ποταπή ανεργόμυγα με ονοματεπώνυμο, πατάτε στο «ποτέ ξανά» με την ελπίδα ότι κάποια διπλωμένη εφημερίδα θα σας διώξει από κει.

Ο «για λίγο καιρό» εαυτός σας βγαίνει από τη φωτογραφία πάνω από το τζάκι και ανταλλάσσει χειραψία με τον άγνωστό του κύριο «ποτέ ξανά» εαυτό σας. Η μύγα-εσείς ζουζουνίζει μανιασμένη. Κρατώντας την ανάσα του, στάσιμος ο αέρας στο κλειστό δωμάτιο παρακολουθεί πότε θα πεταχτεί από καμιά φωτογραφία ή γωνία κάποια χερούκλα να την ησυχάσει με το ζόρι.

Από το στέρεο έδαφος του «προσωρινά», ένα χρονικό πηδηματάκι και ένα τηλεφώνημα που δεν έπεσε, σάς έριξαν στην κινούμενη άμμο του «μόνιμα». Η πρώτη-πρώτη σανίδα σωτηρίας έχει σχήμα κυματιστό και μια τελείτσα. Είναι το ερωτηματικό του «ποτέ ξανά;», «μόνιμα;» που βλέπετε πριν η κινούμενη άμμος σάς καλύψει τα μάτια. Της ατομικής τελείας σας προηγείται ο σπασμένος κύκλος του κόμματος και μια φευγάτη τελεία στον αέρα. Από πού να κρατηθείτε;

Από «όπου να ‘ναι».

Σκέψη στο περιθώριο
«Πότε ξανά;» στη θέση του «ποτέ ξανά».

Ένα από τα κείμενά μου για την ανεργία

ΥΓ. Διαβάστε τις "Δύσκολες ερωτήσεις" στο http://www.booknights.gr/


Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Μια παλιά επαγγελματική φωτογραφία διηγείται

Στεκόντουσαν, θυμάμαι, όλοι μαζί, αγκαλιασμένοι, με χαμόγελο «τσιζ» και την επόμενη κουβέντα να καιροφυλακτεί στην κουΐντα του στόματος. Όλη μαζί η παρέα, συμπιεσμένη. «Ελάτε πιο κοντά» κι «ελάτε πιο κοντά» τούς έλεγε αυτός που έκανε τον φωτογράφο, «στριμωχτείτε». Οι κολλητοί του γραφείου κόλλησαν ακόμη πιο πολύ. Κάποιος επωφελήθηκε, θυμάμαι, από την ανέλπιστη αφορμή και στριμώχτηκε σαν περικοκλάδα πάνω στην ξανθιά κοπελίτσα μιας υποδοχής. Δυο-τρεις έψαχναν μια θέση, δεν είχαν θέση. Μπήκαν τελικά στο περιθώριο, στην ακρούλα - ακρούλα που συνήθως κρύβει η κορνίζα.

Ήταν μια συνηθισμένη επαγγελματική σκηνή που επιδιώξανε να την δείξουνε ανθρώπινη με μια φωτογραφία. Με φώναξαν ως αναμνηστική. Κάποιος θέλησε να αποθανατίσει την σχέση (προσέξτε το, όχι την στιγμή), την καλή επαγγελματική τους σχέση σκόπευε να αποθανατίσει αιώνια. Οι φωτογραφίες είμαστε συνηθισμένες να ακούμε μεγάλα λόγια. Δεν είχα λοιπόν αντίρρηση, αυτή ήταν η δουλειά μου, να κουβαλάω αναμνήσεις σε κλειστά συρτάρια και σκονισμένες στοίβες άλμπουμ.

Στήθηκαν λοιπόν όλοι τους με ένα παρατεταμένο γελοίο «τσιζ». Άλλοι αγκαζέ, άλλοι αγκαλιά από τους ώμους, συν τον άνδρα-περικοκλάδα. Με κοιτούσαν κατάματα, έτσι μου έδωσαν το δικαίωμα να τους κοιτάω κατάματα κι εγώ. Θυμάμαι καλά το πρόσωπο που μου λέτε, αυτόν που είναι τώρα άνεργος. Τότε ήταν ίδιος, όπως όλοι οι Κινέζοι είναι ίδιοι για τους Ευρωπαίους. Στήθηκε όπως οι άλλοι, πανομοιότυπος σταυρόκομπος, κρύφτηκε μέσα στο σύμπλεγμά τους έως τον λαιμό, αλλά σε κάτι διέφερε κι εμένα δεν μπόρεσε να με ξεγελάσει. «Μια εικόνα χίλιες λέξεις» δε λένε; Κι εμείς στη φωτογραφία, είπαμε πολλά.

Αυτό που βλέπετε, δεν είναι τίποτα! Μόνο αυτό θα σας αποκαλύψω κι αντίο σας.

Σκέψη στο περιθώριο
Αναρωτιέμαι (οι φωτογραφίες όταν σκέφτονται αναρωτιούνται), όλα τούτα τα αγκαλιασμένα πλάσματα ήταν αληθινά;

Ένα από τα κείμενά μου για την ανεργία.







Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Μαθήματα απλής φυσικής για αρχαρίους ανέργους


Ο Νόμος της Ταλάντωσης της Φυσικής τα λέει με το νι και με το σίγμα: Σαν το εκκρεμές, οι φρέσκοι άνεργοι θα πηγαινοερχόμαστε ώσπου σε ένα σημείο θα καταλήξουμε, το οποίο θα είναι άλλο από εκεί απ’ όπου ξεκίνησε η ταλάντωση!

Το σημείο της έναρξης της ταλάντωσης είναι η στιγμή της ανακοίνωσης της απώλειας της εργασίας. Η δυναμική που αναπτύσσεται, κατά τον Νόμο μεταφράζεται σε κινητική ενέργεια. Πάμε! Η διαδρομή μας ξεκινάει! Ακολουθούμε το νοητό εκκρεμές της Φυσικής. Κατεβαίνουμε ουουουπ και στην συνέχεια ανεβαίνουμε. Αντίρροπες δυνάμεις (έτσι τις λέει η Φυσική, εμείς τις λέμε αλλιώς) φρενάρουν την κίνησή μας. Αγκυλωνόμαστε σε ένα σημείο που δεν έχει εταζέρα να πατήσουμε όπως στους ακροβάτες στο τσίρκο. ΔΕΝ αφήνουμε το σχοινί. Προσοχή, γιατί εκεί είναι που χάνονται οι περισσότεροι. Στο τσίρκο της ζωής δεν υπάρχει προστατευτικό δίχτυ.

Ψιλοπλαγιαστοί εκεί πάνω, μένουμε μετέωροι. Δεν είναι βολικά αλλά δεν θα μείνουμε για πολύ, μόνο τόσο για να αφουγκραζόμαστε τι καιρό κάνει εκεί πάνω ή για όσο αναρωτιόμαστε για πού θα το βάλουμε τώραααααα, ξεκινάει νέα κάθοδος, ουουπς ... ουφ νέα άνοδος. Στάση για αναπνοή και για να απολαύσουμε από ψηλά τα αξιοθέατα, νέα πτώση, λίγο συντομότερη όσο πάει ευτυχώς. Δυστυχώς είναι συντομότερη και η άνοδος αλλά τι να κάνουμε; Δεν μπορούμε να επέμβουμε στη Φύση! Εξάλλου τώρα ξέρουμε ότι όταν βρεθούμε στα πολύ κάτω θα ξανανέβουμε αντίρροπα. Να ‘σαι καλά, Αντίρροπη!

Η νέα πτώση είναι ακόμα πιο σύντομη. Η επόμενη άνοδος συντομότερη της πτώσης που προηγήθηκε αλλά, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, η πτώση που ακολουθεί είναι επίσης συντομότερη! Όσο πηγαινοερχόμαστε, αρχίζει να ξεχωρίζει σιγά-σιγά, να αποκαλύπτεται, το σημείο όπου θα λήξει η Ταλάντωση. Που θα έχουν ολοκληρωθεί οι ταλαντευτικές μας διαδρομές.

Το νέο σημείο, ο Νέος Εαυτός μας, εκεί που θα καταλήξουμε και θα αποβιβαστούμε πιθανώς ζαλισμένοι σαν κοτόπουλα, ο Νόμος λέει πως σίγουρα δεν θα είναι το σημείο της αφετηρίας της ταλάντωσης (θυμίζω πως αφετηρία ήταν η ανακοίνωση της απόλυσης) και μάλιστα υπόσχεται πως θα είναι πέρα μακριά.

Το πόσο μακριά, εξαρτάται από τη δυναμική της απώλειας της εργασίας, η οποία ποικίλει ανά περίπτωση. Είναι ανάλογα με το Βάρος του Σώματος υπό ταλάντωση, με τον τρόπο δηλαδή που θα αντιληφθεί την απώλεια της εργασίας του το κάθε άτομο. Και ασφαλώς ανάλογα με τη Δύναμη της Ταλάντωσης, το πόσο δυνατά ή μαλακά θα τον σπρώξει ο Εργοδότης του έξω από τη δουλειά. Όλα τα υπόλοιπα λειτουργούν συμπληρωματικά (όπως το πόσο έχει επενδύσει στην εργασία του ο εργαζόμενος) ή αντίρροπα (το οικογενειακό του στήριγμα).

Ο Νέος Εαυτός μας είναι ο Νέος Κόσμος μας. Καλώς τον βρήκαμε!

Σκέψη στο περιθώριο
Το «εκκρεμές» έχει την ίδια ρίζα αλλά όχι την ίδια σημασία με την «εκκρεμότητα». Η εκκρεμότητα έχει τη δύναμη, εκτός κάθε Νόμου, να μένει στάσιμα ακίνητη! Το πρόβλημα της ανεργίας εκκρεμεί …από το «εκκρεμές» ή από την «εκκρεμότητα»;

(Ένα από τα κείμενά μου για την ανεργία)


ΥΓ. Αν θα θέλατε το κείμενο αυτό να συνοδεύεται από μία εικόνα = χίλιες λέξεις,, ...μπείτε στο Booknights.gr.

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

Αφύλαχτοι σ' αυτό το παιχνίδι των ορίων

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ
"ένατο"

Ζω σημαίνει σκέφτομαι
Βλέπω τ' απέραντο φως ν' αναλώνεται
Ακούω τις σειρήνες
αφύλαχτος σ' αυτό το παιχνίδι των ορίων
Η χαρά απέναντι στη λύπη,
η κόκκινη ρωγμή στα στόματα,
ο θαυμασμός για το κορμί και την απλότητα,
η μνήμη σαν σπίθα για τις επόμενες γενεές,
η εντύπωση πως δεν επέστρεψα ποτέ από τα βάθη της θάλασσας
(Αφουγκράζομαι τον ποιητή)
...tornan d'i nostri visi le postille debili si',
che perla in bianca fronte,
non vien men forte a le nostre pupille...
Οι δικοί μου περασμένοι άνθρωποι
-άνδρες και γυναίκες, που υπήρξαν εδώ
αφήνοντάς μου σημάδια στο πρόσωπο,
την επιδερμίδα, τους μυώνες, τα αισθητήρια-
τριγυρίζουν σαν θύμησες στα ίδια χώματα
Τα φώτα έχουν πια λιγοστέψει στην καστρόπολη
Σε κάθε βήμα η απογύμνωση ενός μύθου που συνέβη
και ο μυστικός ρυθμός
που χορεύεται ζευγαρωτά, από σπασμένα κεραμίδια,
γλυπτές γυναικείες γάμπες και πετρόμυλους
Στέκομαι ακίνητος
Τα κατάρτια γέρνουν προτού βυθιστούν
Ο αμπελώνας θροΐζει από μακριά,
για να τρομάξει τα χαμηλά κύματα
Η παρηγορία σαν ιδέα,
η αψίδα για τους άπλειστους,
η σύγκρουση για θύτες και θύματα
Η θνητή υπόσταση της λάμψης σου, με παρασύρει
Οι βοκαμβίλιες σχηματίζουν χειμάρρους
σκορπισμένους άτσαλα στ' ανηφορικά καντούνια
Το σήμαντρο χτυπάει ασταμάτητα: ζω κραυγάζοντας
Σήμανε ο καιρός για να μάθει ο ένας τον άλλον...

(Ποίημα από τη συλλογή "Σύντομο ημερολόγιο Αυγούστου", εκτός εμπορίου, (.poema..) εκδόσεις, 2009)

Διάβαζα και ξαναδιάβαζα το ποίημα "Ένατο" του Βασίλη Ρούβαλη και γέμιζα ήχους από τριγμούς, από φωνές, από ψιθύρους, από θροΐσματα, από πνοές, από βόγκους. Έχουμε συνηθίσει τον ήχο ως οδικό μέσο για να μεταφέρει αυτά που θέλουμε να πούμε ή να μας πούνε και τείνουμε να ξεχνάμε, εγώ τουλάχιστον, πως υπάρχει και ήχος χωρίς παραλήπτη. Τέτοιος είναι ο ήχος βουητό που βγαίνει σσσσσσυρτά από την άκρη ενός χωνιού που η βάση του είναι τοποθετημένη (να μην πω μπηγμένη γιατί δημιουργεί άσχημη εικόνα, αλλά αυτό έχω στο μυαλό μου), είναι ελάχιστα μπηγμένη, λοιπόν, στην ψυχή μας.

Τα σσσσσσυρτά μηνύματα που δέχομαι από ολόγυρά μου τον καιρό μας της κρίσης, όπως τιτλοφορείται αυθαιρέτως αλλά ούτε αυτό κατεδαφίζεται, είναι ήχοι από τριγμούς, από φωνές, από ψιθύρους, από θροΐσματα, από πνοές, από βόγκους.

Έτσι, επικοινωνώ αυτή την εβδομάδα μαζί σας πάλι για την ανεργία, όχι με ένα νέο κείμενο αλλά με ένα ποίημα. Που μπορεί να το έγραψε ο κ. Ρούβαλης για άλλον λόγο, το δικό του λόγο, για έρωτα, ας πούμε, και να είμαι με την ανεργία εκτός θέματος, και ζητώ προκαταβολικά συγνώμη γι’ αυτό, όμως αυτό, θαρρώ, είναι η Ποίηση. Σε ένα ποίημα η ποίηση χωράει εκατοντάδες μηνύματα. Έχει τούτο το θεϊκό χάρισμα …και την χωρητικότητα. Από μια κλωστή της ύφανσής της πιάνεται ο καθένας και ανεβαίνει, κι εγώ βρήκα την κλωστή μου.

Αυτό που με δυσκόλεψε ήταν να βρω ποιον στίχο από το «Ένατο» θα βούταγα από το ποίημα για να τον κάνω τίτλο στο δικό μου κείμενο. «Τα φώτα έχουν πια λιγοστέψει στην καστρόπολη», μου ταιριάζει απίθανα. Αποδίδει έξοχα το χρώμα (ματωμένη δύση) της εποχής που διανύουμε. Αλλά και το «Οι βοκαμβίλιες σχηματίζουν χειμάρρους» το θέλω, ταιριάζει στη θετική μου φύση. Άλλο τόσο θέλω τον λυπημένο στίχο "Τα κατάρτια γέρνουν προτού βυθιστούν" που το βλέπω σαν μια υπόκλιση στη ζωή. Και το «Ζω σημαίνει σκέφτομαι», ταιριάζει «γάντι». Ασφαλώς και το «Βλέπω τ' απέραντο φως ν' αναλώνεται», ως ένα ποιητικό κατηγορώ για το γενικό ξόδεμα που βλέπω γύρω μου. Ή μήπως ο εκκωφαντικός στίχος «Το σήμαντρο χτυπάει ασταμάτητα: ζω κραυγάζοντας»; Θα μπορούσα, ακόμη, να ξεκινήσω από το τέλος του ποιήματος που μ’ αρέσει τρελά «Σήμανε ο καιρός για να μάθει ο ένας τον άλλον», σαν μια προτροπή.

Τελικά, κι επειδή απεχθάνομαι τον τίτλο «άτιτλο», έβαλα, όπως είδατε, το «Αφύλαχτοι σ' αυτό το παιχνίδι των ορίων». Πολύ πεζά (πεζογράφος είμαι κι όχι ποιήτρια) το έφερα σε πληθυντικό αριθμό γιατί είμαστε πολλοί!

Ελπίζω ότι θα βρείτε κι εσείς στο ποίημα «Ένατο» την κλωστή σας. Σας εύχομαι, αγαπητοί μου, καλή αναρρίχηση!

ΥΓ. Νέο κείμενο δεν έχω στο blog μου, έχω όμως αλλού!
«Ο μαραθώνιος των συνεντεύξεων» στο http://www.booknights.gr/arthra/2010-12-14-20-19-47/106-interviews#comments και «Η χαμένη ευκαιρία να βγούμε στην τηλεόραση» στο http://akamas.wordpress.com/
Από τη μεριά μου, η δουλειά της εβδομάδας!

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Η παγκοσμιοποίηση της ανεργίας: Πόνημα ποιητικής ερμηνείας



Ας δώσουμε στον όρο την σωστή του ερμηνεία!

Η «παγκοσμιοποίηση της ανεργίας» κακώς ερμηνεύεται από πολλούς ως «η ανεργία είναι παγκόσμια», γιατί η ανεργία είναι ολόδική μου και του Γιάννη και του Κώστα και της φίλης μου της Μαργαρίτας.

Η «παγκοσμιοποίηση» τους ανέργους τούς κολακεύει, ασφαλώς, όχι γιατί τους κάνει διεθνείς, αλλά επειδή εμπεριέχει «ποίηση».

Βέβαια η Ποίηση ως γραπτός λόγος δεν μπορεί να είναι σε μία και παγκόσμια γλώσσα. Άρα η συγκατοίκησή τους στη λέξη «παγκοσμιοποίηση» δεν πρέπει να είναι και πολύ αρμονική. Όλο και θα συγκρούονται για το ποιος θα πλύνει τα φλιτζάνια στο νεροχύτη και θα καθαρίσει το μπάνιο, που είναι παγκοσμίως ισχύουσες πρακτικές που δεν ταιριάζουν όμως στην «ποίηση».

Όσο κάθεται στην τουαλέτα που θα έπρεπε να καθαρίσει, η ποίηση της «παγκοσμιοποίησης» χαϊδεύει στα μαλλιά ανέργους. Η τρυφερότητα της ποίησης είναι το ζητούμενο για τους ανθρώπους χωρίς δουλειά. Αυτό που τους λείπει. Σαν τον διψασμένο χαμένο διαβάτη στη μέση της Σαχάρας. Παρερμηνεία προϊόν εύκολης ανάγνωσης θα ήταν ότι το ζητούμενο για τους ανέργους θα μπορούσε ποτέ να ήταν το περιεχόμενο μιας ποιητικής συλλογής με τον τόσο τεχνοκρατικό τίτλο «η παγκοσμιοποίηση της ανεργίας».

Ίσως η «μελοποίηση» που έχει και το μέλι της «μελωδίας» να ήταν τουλάχιστον ηχητικά πιο γλυκό. «Η μελοποίηση της ανεργίας» θα έδινε σίγουρα μια πιο χαρωπή ατμόσφαιρα στη θλιπτική ανεργία. Θα ήταν σαν μια κουρτίνα με φωτεινές κλάρες σε ένα παράθυρο με γκρι ξεφλουδισμένα παντζούρια και σκονισμένα τζάμια.

Πίσω από την κρεμασμένη «παγκοσμιοποίηση»-κουρτίνα, το έμπειρο μάτι του ανέργου (αυτού που θα σταθεί μπροστά στην κουρτίνα της ανεργίας για μεγάλο χρόνο) μπορεί να διακρίνει μια κρυμμένη ερμηνεία για την «ποίηση», ένα αισιόδοξο μήνυμα που πετάγεται σαν μπιμπίκι στην πεσιμιστική παγκοσμιοποιημένη ανεργία: ότι η Ποίηση της «-ποίησης» της «παγκοσμιοποίησης» θα αναζητήσει αργά ή γρήγορα να εκφράσει την ανεργία με μια «στροφή». Φυλάσσοντας για τους τελευταίους της στίχους μια στροφή περισσής ποιητικής τρυφερότητας για τον άνθρωπο χωρίς δουλειά, που θα δώσει μία και θα γυρίσει την Ανεργία «του» μία «στροφή» 180 μοίρες.

Κι αν, ακόμη, η «στροφή» της παλιοπαγκοσμιο-Ποίησης δεν έρθει, τουλάχιστον μένει ελεύθερη η προσδοκία (ποιητική αδεία) ότι η Ανεργία καταλήγει σε Ποίηση.


Ένα από τα κείμενά μου την Ανεργία

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Σε κάθε γωνιά της στρογγυλής Γης μας (Λυρικός αναστεναγμός)


Ο αναστεναγμός είναι ίδιος σε κάθε γλώσσα. Ένας παγκόσμιος αναστεναγμός δοξάζει την παγκοσμιοποιημένη παγκοσμιοποιήσιμη παγκόσμια ανεργία. Συγχρονίζονται οι Χοθέ, Χανς, Ντομινίκ, Σουλεϊμάν, Λεϊλά και οι δικοί μας Κώστας, Γιάννης, Μαργαρίτα, συγχρονίζονται σε κάθε γωνιά της στρογγυλής Γης και αναστενάζουν με το ένα-δύο-τρία, μήπως κι ακουστούν. «Υπάρχει κανείς να μας ακούσει;». Υπάρχει κανείς να τους ακούσει; Υπάρχει κανείς στην άκρη του παγκόσμια, μήπως στο τελικό «άλφα» ή έστω στο λιγνό λιτοδίαιτο ξερακιανό προτελευταίο «γιώτα»; Ακόμη και το «παν» τους, ο παγκόσμιος κόσμος κατάφερε και το έκρυψε στο «παγ», να μην φανεί το «παν», να μη φανερωθεί το «όλον» και το «ολόκληρο», να μην προδοθεί το μέγεθος. Ένας βουβός αναστεναγμός υπερίπταται παγκόσμια. Σαν το όζον πλανάται από ανοιγμένες τρύπες. Μέσα από σύννεφα τρυπώνει και ξετρυπώνει. Φουντώνει ο αναστεναγμός, φουσκώνει σαν αερόστατο και βουβός, ήσυχος, κατά διαστήματα ξεφυσώντας φωτιά, υπερίπταται πάνω από τα κεφάλια μας. Δεν κάνει θόρυβο αλλά όμως ξυπνά τον κόσμο. Ίσως όχι του παγκόσμιου κόσμου. Του υπόλοιπου «παν». Βγαίνει στα παράθυρα ο μη παγκόσμιος κόσμος των Χοθέ, Χανς, Ντομινίκ, Σουλεϊμάν, Λεϊλά, Κώστα, Γιάννη, Μαργαρίτας να θαυμάσουν τη θέα, το αερόστατο των στεναγμών, μια γιγαντιαία ιριδίζουσα σαπουνόφουσκα που έφυγε στον αέρα από χιλιάδες συγχρονισμένα στόματα. Χιλιάδες ιριδίζουσες σαπουνόφουσκες, όσες οι άνεργες Λεϊλά και οι Μαρίες αυτού του κόσμου. Περιμένουν να σκάσει, να πλημμυρίσει ο τόπος χρώματα. Μέχρι τότε ακουμπισμένες μέρα - νύχτα στο περβάζι τους, αναστενάζουν.

«Αχ», αναστενάζει η Ανεργία παγκόσμια.
(Από τα κείμενά μου για την Ανεργία)