«Διαμαρτύρομαι!», είπε το νέο βιβλίο και σταύρωσε τα χέρια του. «Θέλω να μου κάνεις ό,τι και στα άλλα σου βιβλία».
Κοιταχτήκαμε με το πρώτο αντίτυπο. Το κρατούσα στα χέρια μου. Μόλις είχα παραλάβει από τον εκδοτικό οίκο την «Θάλασσα». Έτσι λέω χαϊδευτικά, στο σπίτι, το Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας. «Πώς ένα τόσο όμορφο βιβλίο βγήκε με τέτοια γλώσσα;», απόρησα εγώ η ίδια που το έγραψα! Σκέφτηκα, λίγο κάπως βεβαιώθηκα, πως ήταν ένα βιβλίο με προσωπικότητα και βαθιά μέσα μου χάρηκα. Έξω, στην επιφάνεια, αναστέναξα με τον θεατρικό τρόπο της Ρέας στο βιβλίο.
Η «Θάλασσα» το πρόσεξε και γέλασε.
«Πρόσεξε καλά», το απείλησα, «γιατί η Δευτέρα δεν ήρθε ακόμα! Ξέρεις πολύ καλά πως αν τα 7.000 αντίτυπα που περιμένουν έτοιμα στις αποθήκες δεν μοιραστούν στα βιβλιοπωλεία, δεν θα φτάσεις στα χέρια των αναγνωστών σου και δεν θα αποκτήσεις φίλους. Μόνο σου θα μείνεις! Σαν καλαμιά στον κάμπο! Να μην με λένε Νοέλ!»
«Αχά!», είπε το βιβλίο και ανακάθισε (!). «Κάτσε μια στιγμή να τα μετρήσω: Μοναξιά, απειλή, αντιπαράθεση, ανεκπλήρωτη επιθυμία, χιουμοράκι. Συμπεριφέρεσαι όπως οι ήρωές σου, το ξέρεις;»
Δάγκασα τη γλώσσα μου. Όπως η Βενετία, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου.
«Όλα αυτά μου είναι γνωστά», συνέχισε ατάραχο, απαθές σαν τον Αποστόλη, τον άντρα της Ρέας. «Ξεχνάς σε ποιον μιλάς; Στο βιβλίο σου! Εγώ ξέρω έως και τι θα γίνει στο τέλος που δεν το λες πουθενά και σε κανέναν.» Γέλασε σχεδόν με αναίδεια. Μια κλίμακα, ένα σκαλάκι παρακάτω από ατόφια αναίδεια. «Ξέρω ‘γω το τέλος, ξέρω ‘γω το τέλος», κορόιδεψε τραγουδιστά.
Δεν του απάντησα. Μόνο αναστέναξα ξανά, τούτη τη φορά όπως η Μπέμπα, μια άλλη ηρωίδα της «Θάλασσας», αυτή που έχει παραδώσει τα όπλα κι αρνείται να το παλέψει έστω λιγάκι.
«Σε λίγο», επανήλθε το βιβλίο δριμύτερο, «να δεις που θα μου αναφέρεις τον Ερρίκο Σλήμαν και τη γυναίκα του! Θα αρχίσεις να μιλάς για αγάπη και την «αγάπη κατά καθήκον» της Σοφίας Σλήμαν. Κόβω το κεφάλι μου!»
Πόσο καλά με ήξερε!
«Τόσο πια πολύ δεν έφυγες από μένα! Για κοίτα παρακάτω την προηγούμενη ανάρτησή σου κι αυτά που έγραφες, πως αναρωτιόσουν πότε τελειώνει ένα βιβλίο; Τι λες τώρα;»
«Βρε χαζό,», μαλάκωσα, «εσένα θα σε πάω και στο Φέισμπουκ! Τώρα έχουμε Φέισμπουκ! Ξεχνάς;»
Το βιβλίο έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και με κοίταξε με πλάγιο βλέμμα.
«Τι με κοιτάς έτσι;» ρώτησα.
«Σκέφτομαι! …Αναρωτιέμαι με ποια ηρωίδα μου μοιάζεις περισσότερο. Με την Ρέα, με τη Βενετία ή με την γιαγιά της τη Βενέτα; Μήπως με τη Μπέμπα ή μήπως, Θεούλη μου, μοιάζεις στην Ζαμπία; Σαν τον μίμο κοπιάρεις τις ομιλίες τους και με μπερδεύεις!»
«Έλα, αγάπη μου. Κάτσε λίγο φρόνιμο. Κάνε υπομονή. Τη Δευτέρα θα βγεις!»
Κοιταχτήκαμε με το πρώτο αντίτυπο. Το κρατούσα στα χέρια μου. Μόλις είχα παραλάβει από τον εκδοτικό οίκο την «Θάλασσα». Έτσι λέω χαϊδευτικά, στο σπίτι, το Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας. «Πώς ένα τόσο όμορφο βιβλίο βγήκε με τέτοια γλώσσα;», απόρησα εγώ η ίδια που το έγραψα! Σκέφτηκα, λίγο κάπως βεβαιώθηκα, πως ήταν ένα βιβλίο με προσωπικότητα και βαθιά μέσα μου χάρηκα. Έξω, στην επιφάνεια, αναστέναξα με τον θεατρικό τρόπο της Ρέας στο βιβλίο.
Η «Θάλασσα» το πρόσεξε και γέλασε.
«Πρόσεξε καλά», το απείλησα, «γιατί η Δευτέρα δεν ήρθε ακόμα! Ξέρεις πολύ καλά πως αν τα 7.000 αντίτυπα που περιμένουν έτοιμα στις αποθήκες δεν μοιραστούν στα βιβλιοπωλεία, δεν θα φτάσεις στα χέρια των αναγνωστών σου και δεν θα αποκτήσεις φίλους. Μόνο σου θα μείνεις! Σαν καλαμιά στον κάμπο! Να μην με λένε Νοέλ!»
«Αχά!», είπε το βιβλίο και ανακάθισε (!). «Κάτσε μια στιγμή να τα μετρήσω: Μοναξιά, απειλή, αντιπαράθεση, ανεκπλήρωτη επιθυμία, χιουμοράκι. Συμπεριφέρεσαι όπως οι ήρωές σου, το ξέρεις;»
Δάγκασα τη γλώσσα μου. Όπως η Βενετία, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου.
«Όλα αυτά μου είναι γνωστά», συνέχισε ατάραχο, απαθές σαν τον Αποστόλη, τον άντρα της Ρέας. «Ξεχνάς σε ποιον μιλάς; Στο βιβλίο σου! Εγώ ξέρω έως και τι θα γίνει στο τέλος που δεν το λες πουθενά και σε κανέναν.» Γέλασε σχεδόν με αναίδεια. Μια κλίμακα, ένα σκαλάκι παρακάτω από ατόφια αναίδεια. «Ξέρω ‘γω το τέλος, ξέρω ‘γω το τέλος», κορόιδεψε τραγουδιστά.
Δεν του απάντησα. Μόνο αναστέναξα ξανά, τούτη τη φορά όπως η Μπέμπα, μια άλλη ηρωίδα της «Θάλασσας», αυτή που έχει παραδώσει τα όπλα κι αρνείται να το παλέψει έστω λιγάκι.
«Σε λίγο», επανήλθε το βιβλίο δριμύτερο, «να δεις που θα μου αναφέρεις τον Ερρίκο Σλήμαν και τη γυναίκα του! Θα αρχίσεις να μιλάς για αγάπη και την «αγάπη κατά καθήκον» της Σοφίας Σλήμαν. Κόβω το κεφάλι μου!»
Πόσο καλά με ήξερε!
«Τόσο πια πολύ δεν έφυγες από μένα! Για κοίτα παρακάτω την προηγούμενη ανάρτησή σου κι αυτά που έγραφες, πως αναρωτιόσουν πότε τελειώνει ένα βιβλίο; Τι λες τώρα;»
«Βρε χαζό,», μαλάκωσα, «εσένα θα σε πάω και στο Φέισμπουκ! Τώρα έχουμε Φέισμπουκ! Ξεχνάς;»
Το βιβλίο έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και με κοίταξε με πλάγιο βλέμμα.
«Τι με κοιτάς έτσι;» ρώτησα.
«Σκέφτομαι! …Αναρωτιέμαι με ποια ηρωίδα μου μοιάζεις περισσότερο. Με την Ρέα, με τη Βενετία ή με την γιαγιά της τη Βενέτα; Μήπως με τη Μπέμπα ή μήπως, Θεούλη μου, μοιάζεις στην Ζαμπία; Σαν τον μίμο κοπιάρεις τις ομιλίες τους και με μπερδεύεις!»
«Έλα, αγάπη μου. Κάτσε λίγο φρόνιμο. Κάνε υπομονή. Τη Δευτέρα θα βγεις!»