Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

Μια κουβέντα με τη "Θάλασσα"

«Διαμαρτύρομαι!», είπε το νέο βιβλίο και σταύρωσε τα χέρια του. «Θέλω να μου κάνεις ό,τι και στα άλλα σου βιβλία».
Κοιταχτήκαμε με το πρώτο αντίτυπο. Το κρατούσα στα χέρια μου. Μόλις είχα παραλάβει από τον εκδοτικό οίκο την «Θάλασσα». Έτσι λέω χαϊδευτικά, στο σπίτι, το Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας. «Πώς ένα τόσο όμορφο βιβλίο βγήκε με τέτοια γλώσσα;», απόρησα εγώ η ίδια που το έγραψα! Σκέφτηκα, λίγο κάπως βεβαιώθηκα, πως ήταν ένα βιβλίο με προσωπικότητα και βαθιά μέσα μου χάρηκα. Έξω, στην επιφάνεια, αναστέναξα με τον θεατρικό τρόπο της Ρέας στο βιβλίο.
Η «Θάλασσα» το πρόσεξε και γέλασε.
«Πρόσεξε καλά», το απείλησα, «γιατί η Δευτέρα δεν ήρθε ακόμα! Ξέρεις πολύ καλά πως αν τα 7.000 αντίτυπα που περιμένουν έτοιμα στις αποθήκες δεν μοιραστούν στα βιβλιοπωλεία, δεν θα φτάσεις στα χέρια των αναγνωστών σου και δεν θα αποκτήσεις φίλους. Μόνο σου θα μείνεις! Σαν καλαμιά στον κάμπο! Να μην με λένε Νοέλ!»
«Αχά!», είπε το βιβλίο και ανακάθισε (!). «Κάτσε μια στιγμή να τα μετρήσω: Μοναξιά, απειλή, αντιπαράθεση, ανεκπλήρωτη επιθυμία, χιουμοράκι. Συμπεριφέρεσαι όπως οι ήρωές σου, το ξέρεις;»
Δάγκασα τη γλώσσα μου. Όπως η Βενετία, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου.
«Όλα αυτά μου είναι γνωστά», συνέχισε ατάραχο, απαθές σαν τον Αποστόλη, τον άντρα της Ρέας. «Ξεχνάς σε ποιον μιλάς; Στο βιβλίο σου! Εγώ ξέρω έως και τι θα γίνει στο τέλος που δεν το λες πουθενά και σε κανέναν.» Γέλασε σχεδόν με αναίδεια. Μια κλίμακα, ένα σκαλάκι παρακάτω από ατόφια αναίδεια. «Ξέρω ‘γω το τέλος, ξέρω ‘γω το τέλος», κορόιδεψε τραγουδιστά.
Δεν του απάντησα. Μόνο αναστέναξα ξανά, τούτη τη φορά όπως η Μπέμπα, μια άλλη ηρωίδα της «Θάλασσας», αυτή που έχει παραδώσει τα όπλα κι αρνείται να το παλέψει έστω λιγάκι.
«Σε λίγο», επανήλθε το βιβλίο δριμύτερο, «να δεις που θα μου αναφέρεις τον Ερρίκο Σλήμαν και τη γυναίκα του! Θα αρχίσεις να μιλάς για αγάπη και την «αγάπη κατά καθήκον» της Σοφίας Σλήμαν. Κόβω το κεφάλι μου!»
Πόσο καλά με ήξερε!
«Τόσο πια πολύ δεν έφυγες από μένα! Για κοίτα παρακάτω την προηγούμενη ανάρτησή σου κι αυτά που έγραφες, πως αναρωτιόσουν πότε τελειώνει ένα βιβλίο; Τι λες τώρα;»
«Βρε χαζό,», μαλάκωσα, «εσένα θα σε πάω και στο Φέισμπουκ! Τώρα έχουμε Φέισμπουκ! Ξεχνάς;»
Το βιβλίο έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και με κοίταξε με πλάγιο βλέμμα.
«Τι με κοιτάς έτσι;» ρώτησα.
«Σκέφτομαι! …Αναρωτιέμαι με ποια ηρωίδα μου μοιάζεις περισσότερο. Με την Ρέα, με τη Βενετία ή με την γιαγιά της τη Βενέτα; Μήπως με τη Μπέμπα ή μήπως, Θεούλη μου, μοιάζεις στην Ζαμπία; Σαν τον μίμο κοπιάρεις τις ομιλίες τους και με μπερδεύεις!»
«Έλα, αγάπη μου. Κάτσε λίγο φρόνιμο. Κάνε υπομονή. Τη Δευτέρα θα βγεις!»


Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Πότε τελειώνει ένα βιβλίο;

Πότε τελειώνει ένα βιβλίο;

Νόμιζα ότι ένα βιβλίο τελειώνει για τον συγγραφέα όταν γράφει με μεγάλα, χοντρά γράμματα τη λέξη «ΤΕΛΟΣ» στην τελευταία σελίδα. Έτσι έβλεπα να κάνουν στις κινηματογραφικές ταινίες και μου άρεσε: ο πρωταγωνιστής συγγραφέας πληκτρολογούσε τη λέξη ΤΕΛΟΣ, ύστερα χαμογελούσε πλατιά, έβαζε τα χέρια πίσω στο σβέρκο και ξάπλωνε αναπαυτικά στην καρέκλα.

Στην πράξη έμαθα ότι με αυτό το τέλος δεν τελειώνει ένα βιβλίο. Μπορεί να είναι μια ταιριαστή κατάληξη για μια μυθοπλασία όπου ψεύτικοι άνθρωποι παίζουν τη ζωή, αλλά είναι ψέμα πως σταματάει εκεί ένα βιβλίο. Ακολουθούν χτενίσματα, ενδεχομένως κοψίματα, μετακινήσεις παραγράφων, σιάξιμο, τακτοποίημα, μια φασίνα με μεγάλες φούριες που φαίνεται ατέλειωτη … μέχρι που ξαναφτάνει ο συγγραφέας στη λέξη ΤΕΛΟΣ. Είναι ίσως η μόνη λέξη που την αφήνει εκεί που βρίσκεται αφού δεν επιδέχεται βελτίωση και η αναθεώρησή της θα άρει την σημασία της, μιας και τότε δεν θα είναι τέλος.

Πρόκειται όμως για ένα Νέο ΤΕΛΟΣ γιατί είχε δοθεί στο προγενέστερο κείμενο, στο πρώτο χειρόγραφο. Αφορούσε επομένως ένα άλλο κείμενο αφού δεν είναι ολόιδιο με τούτο. Κάθε αναθεώρηση καταλήγει σε ένα νέο τέλος αποδεικνύοντας πως το τέλος του βιβλίου ήταν προσωρινό κι άρα χαράς το τέλος! Σύρεται το ΤΕΛΟΣ από χέρι σε χέρι, από μάτι σε μάτι σε όλες τις επόμενες φάσεις προετοιμασίας του νέου βιβλίου, κυλάει ανέπαφο και ακλυδώνιστο, περήφανο και μαρμαρωμένο, φτάνοντας έτσι ως την τελευταία αναθεώρηση, την επίσημη.
Την τελειωτική.
Η λέξη ΤΕΛΟΣ τής ταιριάζει καλύτερα.

Και ίσως εκεί να φαίνεται πως τελειώνει ένα βιβλίο, αλλά όχι, ακολουθούν κι άλλες ευκαιρίες καλές για τέλος, όπως, για παράδειγμα, όταν εκδότης και συγγραφέας συνυπογράφουν την επικείμενη έκδοση. Στο τέλος της ουρίτσας της υπογραφής, στο λίκνισμα του μελανιού για ομορφιά, εκεί ο συγγραφέας βλέπει να λαμποκοπάει ή αχνοφέγγει ένα happy end.

Μέχρι να φτιαχτεί το βιβλίο ποικίλες στιγμές τέλους έρχονται επάλληλα σαν βαγονέτα, με κορυφαία την στιγμή που παίρνει στα χέρια του ο συγγραφέας το πρώτο τυπωμένο αντίτυπο ως βρέφος. «Τώρα τελείωσε! Σε αυτό!», δηλώνει συγκινημένος και άλλο τόσο βέβαιος. Και ολωσδιόλου λάθος, γιατί είναι ολοκαίνουργιο, πώς τελείωσε αφού δεν έχει ακόμα ξεκινήσει!

Πράγματι, από την επόμενη κιόλας μέρα διαψεύδεται. Το χθεσινό του βρέφος έχει γίνει ένα όχημα που μεταφέρει σε αναγνώστες εικόνες, σκέψεις, συναισθήματα, αύρα εποχών, γνώσεις, ιστορικά γεγονότα, αισθήματα ζουμερά, άλλα στεγνά, κάποια άλλα καυτά, τέλος πάντων, μην τα καταμετρήσουμε όλα, από όλη την ανθρώπινη παλέτα μπογιατισμένα αισθήματα. Με τη βοήθεια των αναγνωστών κατανοεί ο συγγραφέας πως ένα βιβλίο δεν μπορεί να τελειώσει χωρίς τον αναγνώστη. Ότι χρειάζεται «το πόδι του αναγνώστη», του καθένα ξέχωρα, για να σηκωθεί και να σταθεί όρθιο το βιβλίο του που λάθος είχε νομίσει πως τέλειωσε.

Στο στάδιο που υπεισέρχονται οι αναγνώστες, το ΤΕΛΟΣ αποδεικνύεται πια αδύνατο. Είναι ολοφάνερο πως δεν υπάρχει ένα τέλος αφού, δυνητικά, δεν τελειώνουν οι αναγνώστες. Τα λυγισμένα ράφια στις παλιές ξύλινες βιβλιοθήκες κουβαλούν διαβασμένα βιβλία σε επόμενους και μεθεπόμενους αναγνώστες. Ουκ έστιν αριθμός!

Ούτε όμως, αν πάρουμε τον κάθε αναγνώστη ξέχωρα, τελειώνει ποτέ ένα βιβλίο. Ο μεμονωμένος αναγνώστης σαν φτάνει κι αυτός στη λέξη ΤΕΛΟΣ και τη διαβάζει ανακουφισμένος ή λυπημένος, λαθεμένα πιστεύει κι αυτός πως το βιβλίο τελείωσε. Στην πραγματικότητα μόλις άρχισε. Οι ήρωες σελίδα-σελίδα μεταφέρθηκαν από το χαρτί στην ψυχή και στη μνήμη του αναγνώστη κι έγιναν χτήμα του. Κουβαλάει την ιστορία του βιβλίου μαζί με τις ιστορίες τις δικές του και όσες άκουσε από διερχόμενους διαβάτες και περαστικές αγάπες στην μακριά πορεία της ζωής του.

Ένα βιβλίο ποτέ δεν τελειώνει! Εκεί καταλήγει αυτό το κείμενο και μένει στη μέση. Θέλω να γράψω ΤΕΛΟΣ και να το τελειώσω εκεί, σε αυτό το σημείο της παραδοχής της ματαιότητας, και να καθίσω κι εγώ αναπαυτικότερα στην καρέκλα μου. Όμως δεν είμαι μια συγγραφέας σε ταινία. Φυλλομετράω τις 330 χειρόγραφες σελίδες του καινούργιου μου μυθιστορήματος που του έδωσα τον τίτλο «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας», χορτάτη και ελαφρά ταλαιπωρημένη από το να την ακολουθώ τόσο καιρό, νιώθοντας στην άκρη των δακτύλων μου το χαρακτηριστικό γαργάλημα που μου λέει να συνεχίσω, ότι δεν τελείωσα, χρειάζεται μια λεξούλα ακόμα. Με μεγάλα, χοντρά γράμματα να γράψω τη λέξη ΤΕΛΟΣ.

Δεν την γράφω. Σηκώθηκα από την καρέκλα που στις ταινίες θα έφερνα σβούρα πανηγυρίζοντας.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Μπαμπουσκίτσα (Έτσι μικρές μάς φτιάχνουν σήμερα)

«Αχά!», είπα και άνοιξα την μεγάλη μπαμπούσκα κι έβγαλα από μέσα την μικρότερη. Ξεβίδωσα κι αυτή κι έβγαλα από μέσα της την ακόμα μικρότερη. Κι από αυτή την κι άλλο μικρότερη. Και στην συνέχεια, μέσα από αυτή, έβγαλα την τελευταία. Την τοσοδούλικη που δεν μικραίνει άλλο! Έστησα τις μπαμπούσκες πλάι-πλάι παραταγμένες στην σειρά καθ’ ύψος και είδα πώς ήμουν και πώς έγινα!!
Θαύμασα τις μπαμπούσκες! Λυπήθηκα τον εαυτό μου!
«Η μικρότερη μπαμπούσκα της σειράς κατάντησα», σκέφτηκα με θλίψη. «Μια μπαμπουσκίτσα!»

Στην τηλεόραση δεν με φωνάζουν έτσι. Το λένε «συρρίκνωση». Είναι πιο πομπώδες και επιστημονικό αλλά εμένα δεν μ’ αρέσει, μου έρχεται στο μυαλό κάτι ζούφιο και ρυτιδιασμένο. Δεν θέλω να είμαι ζούφια.
Γι’ αυτό, προτιμώ να με λέτε «μπαμπουσκίτσα».
Με κεφαλαίο Μι, παρακαλώ. Μπαμπουσκίτσα.

Κάθομαι, λοιπόν, στητή στην καρέκλα μου, με όρθια πλάτη, και με βλέπω. Με τις μπαμπούσκες, τις ρώσικες κούκλες, απέναντί μου δεν χρειάζομαι καθρέφτη για να με δω. Αυτό διαπιστώνω και χαίρομαι γιατί όλο πλεονεκτήματα είναι οι άτιμες. Έχω μπρος μου πέντε ζευγάρια ζωγραφισμένα μάτια. Κοιταζόμαστε. Εκείνες χαμογελούν, εγώ όχι. Δεν ξέρω τι βλέπουν πάνω μου και χαμογελούν (ή περιγελούν μήπως;), εγώ πάντως δεν χαμογελώ γιατί βλέπω σε αυτές εμένα συρρικνωμένη. Κι αυτό δεν είναι αστείο.
Δεν είναι διόλου ευχάριστο.

Σύρω πιο μπροστά από τις άλλες την τοσοδούλικη, την μέσα-μέσα κουκλίτσα μπαμπούσκα, γιατί γειτνιάζω πιο πολύ με αυτήν σε μέγεθος, σαν από μια οικογένεια αδελφές να διαλέγω την πιο κοντινή μου στο σουλούπι, και με παρατηρώ. Χωριάτισσα ντυμένη, με μαντίλα. Μαύρα ζωγραφιστά μάτια σαν καμένες τελείες και χείλη κόκκινα τριανταφυλλένια. Μια χαρά!
«Περίφημα!» λέω κι αισθάνομαι καλά με τον εαυτό μου. Καλά στα ρούχα μου. Κι ας μην με έχω δει ποτέ στο παρελθόν με μαντίλα. Μου αρκεί που δεν είμαι ρυτιδιασμένη. Ρυτιδιασμένα συρρικνωμένη. «Κουκλάκι σκέτο. Να τι είμαι», λέω στον εαυτό μου δυνατά για να με ακούσω μπας και πειστώ. «Χαριτωμένη μινιατούρα!» (Λίγο ακόμα και σε λίγο θα σφυρίζω χαρούμενα.)
Μειδιώ.
Χαμογελώ, γιατί έτσι μας φτιάχνουν εμάς τις μπαμπούσκες. Κάθομαι χαμογελαστή με την στητή μου πλάτη ανησυχώντας μόνο μήπως τα χείλια μου δεν είναι ικανοποιητικά τριανταφυλλένια.
Μήπως δεν είμαι καλή μπαμπουσκίτσα, φοβάμαι.

Κάθομαι έτσι για ώρες. Στην καρέκλα της κουζίνας μου. Στητή και χαμογελαστή με βρίσκει η νύχτα γιατί κάποια ώρα το φως χαμηλώνει. Ήρθε η νύχτα και τρίβει τα μάτια της. Πλησιάζει και με πλησιάζει. «Άνθρωπος είναι τούτη;», σκιάζεται. «Πού πήγε ο άνθρωπος που ήταν εδώ» αναρωτιέται κι ανοίγει και ψάχνει τα ντουλάπια της κουζίνας. Εγώ την βλέπω τι κάνει αλλά δεν αφήνω την στητή στάση μου ούτε το ζωγραφισμένο μου χαμόγελο. Δεν αξίζει να αφήσω για μια νύχτα ό,τι μου πήρε μήνες να κατορθώσω. Ενδόμυχα εύχομαι, μόνο, να μην μου ανακατέψει τα ντουλάπια. Χρειάζομαι δουλειά, αλλά όχι τούτη!

Η νύχτα είναι μεγάλη. Μια θεόρατη μπαμπούσκα. Μέσα της κρύβει νυχτερινούς ψιθύρους, βραδινά αγκομαχητά, σκοτεινά σχέδια, λευκές νύχτες, εφιδρώσεις σε καθαρά σεντόνια, συνευρέσεις χωρίς νόημα. Και όνειρα. Πολλά όνειρα! Καλά γαντζωμένα όνειρα και πεφταστέρια όνειρα που προκαλούν τον άνθρωπο να κάνει μια ευχή (δεν πραγματοποιούνται) και φρεσκογεννημένα όνειρα που γεννιούνται εκείνη τη νύχτα. Άραγε θα ενηλικιωθούν;
Μέσα της η μπαμπούσκα-νύχτα κρύβει, ακόμη, νυχτέρια και κρησφύγετα. Ο καθείς μας στο κρησφύγετό του. Άλλος το βρέχει από φόβο, άλλος με δάκρυα… ενώ για άλλους, βέβαια, αλλού βρέχει. Μια μεγάλη μπαμπούσκα είναι η νύχτα που χωράει τους πολλούς, πάμπολλους εαυτούς μας. Πολλές γυναίκες, πολλούς άντρες, πολλά παιδιά, …πολλά σκυλιά. Δίπλα μου παρόμοια στητή κάθεται η χοντρή σκυλίτσα-μπαμπούσκα περιμένοντας την κυρά της να ζωντανέψει.

Μία μπαμπούσκα γίγαντας η νύχτα. Με τριανταφυλλί χείλια που δεν φαίνονται στο σκοτάδι και μαύρα μάτια που έτσι κι αλλιώς δεν φαίνονται στο σκοτάδι. Κάθεται δίπλα μου και περιμένει υπομονετικά σαν μάνα. Περιμένει, όπως εγώ, να ξημερώσει. Για να μου κάνει καλή παρέα (και επειδή λίγο βαριέται), ανάβει την τηλεόραση. Πέφτουμε σε Ειδήσεις.
Στα σκληρά κι όχι στα μαλακά πέφτουμε, δηλαδή.
Με τα αμυγδαλωτά ζωγραφιστά μου μάτια κοιτάω ανέργους στους δρόμους, ταξιτζήδες να διαπληκτίζονται, συνταξιούχους να αδειάζουν τα τελάρα μετά τη λαϊκή και να διαλέγουν λιωμένα φρούτα, «στοιχηματίες» να παίζουν με τα νεύρα μας και να βάζουν στοίχημα ότι δεν θα φυλακιστούν, παιδιά που πηγαίνουν στα σχολεία τους με σάκες χωρίς βιβλία. Στην τηλεόραση το χαρούμενο πρόσωπο του Μίκυ Μάους, έτσι το θυμόμουν παλιά, πάνω στην κενή σχολική σάκα δείχνει ρυτιδιασμένο. Συρρικνωμένος έως κι ο Μίκυ!
«Μπράβο τους!», επαινώ ειρωνικά.
Χαμογελώντας πάντα.
Στο επόμενο πλάνο περιμένει ένας μεσήλικας καθισμένος σε πεζοδρόμιο. Βαστάει το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Θα ήθελα να το νιώθει βαρύ από σκέψεις μα είναι, ξέρω, βαρύ από έγνοιες. Συνεχόμενα στις Ειδήσεις βλέπω έναν κόσμο που δεν είναι χαμογελαστός. Ούτε ωραία στημένος όπως εγώ στην καρέκλα του.
«Νύχτα, κλείνεις την τηλεόραση, σε παρακαλώ;»
Δεν μου αρέσει να βλέπω τον κόσμο μου συρρικνωμένο σαν φωτοτυπία σε σμίκρυνση, ελάχιστο. Δεν θέλω έναν κόσμο μπαμπουσκίτσα!
(Ούτε, βέβαια, μια Ελλάδα μπουκίτσα.)

Στο σκοτάδι οι πέντε μπαμπούσκες, έξι με μένα, χαμογελούμε στο κενό.

(Αναδημοσίευση από το ηλεκτρον. περιοδικό «Ως3»)

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Μια βρεγμένη κουκκίδα στο σύμπαν

Κάθομαι στο πεζούλι και παρακολουθώ τα αγόρια που παίζουν μπάλα. Εγώ είμαι μικρή και κορίτσι, δεν με παίζουν. Κάθομαι, λοιπόν, ψηλά στο πεζούλι με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό και τους βλέπω. Με φωνές και παλαμάκια επευφημώ τον αδελφό μου, τον αρχηγό της δικής μας γειτονιάς. Παράλληλα κοιτώ στα πρόσωπα των αγοριών, ακόμη και της αντίπαλης ομάδας, και ψάχνω ποιος θα με αγαπήσει.

Από όλη τούτη την παλιά θύμηση των παιδικών χρόνων, αυτό έμεινε. Το ότι δεν με παίζουν και ποιος θα με αγαπήσει.

Κάνοντας ο χρόνος γκελ σαν ένα μεγάλο ουράνιο τόξο, τέλος πάντων με μια πανομοιότυπη καμπύλη γραμμή γεμάτη χρώματα, βρέθηκα να κολυμπώ στην απέραντη και αιώνια θάλασσα. Μόνο που τούτο το καλοκαίρι, εκεί που κολυμπούσα περικυκλωμένη από γαλάζιο, από τόσο θανατηφόρα θαλασσί, ένιωσα το ίδιο. Ότι δεν με παίζουν και ποιος θα με αγαπήσει. Στο παιχνίδι που παίζεται σήμερα, το κοινωνικό και οικονομικό, είδα τον εαυτό μου όπως τότε: αμέτοχο, καθισμένο στο πεζούλι. Ανακάλεσα τα πρόσωπα των σημερινών παικτών. Ένιωσα βαθιά πως κανείς δεν με αγαπάει κι ούτε πρόκειται να με αγαπήσει.

Ήταν παράδοξο γιατί ήρθε στο μυαλό μου την πλέον αταίριαστη ώρα, την στιγμή που ένιωθα πανάλαφρη μέσα στο νερό, ενόσω κολυμπούσα ελεύθερη και χαιρόμουν αυτό ακριβώς, πόσο ελαφριά και ελεύθερη ήμουν. Ήρθε επομένως η θύμηση όταν δεν έπρεπε. Για να μου χαλάσει τη διάθεση. Μπορώ να πω χωρίς τύψεις πως ήταν μια εχθρική πρωτοβουλία της γαλήνιας θάλασσας που δεν ξέρω κι εγώ τι ζήλεψε από έναν ταλαιπωρημένο πολίτη της Ελλάδας, φίσκα φουρτούνες, που βγήκε από έναν Χειμώνα -και τι Χειμώνα- για να κολυμπήσει.

Πρόλαβα όμως και μου έμεινε η στιγμή που την γράπωσα καθώς έφευγε. Το ότι, για μια στιγμή, ήμουν ελεύθερη. Η αστραπιαία και κεραυνοβόλα διαπίστωση ότι όλα αυτά που με ταλάνισαν τον Χειμώνα, οι περικοπές και οι απειλές, η στενοχώρια και ο τρόμος, δεν έχουν το βάρος που τους δίνουν οι Ειδήσεις όσο εγώ νιώθω ελεύθερη. Μέσα στο νερό, ούτε αυτά έχουν βάρος.

Ο νόμος του Αρχιμήδη ας είναι καλά. (Οι φυσικοί νόμοι ισχύουν.)

Κολυμπώντας και παρακολουθώντας από τη μέση της θάλασσας τη φύση, κοιτώντας τα «από πάντα» βουνά και την «αιώνια» θάλασσα, αναγκαστικά φρεσκάρονται οι διαστάσεις. Τι να κάνουμε, ο κόσμος του Εγώ στον κόσμο όλο είναι τοσοδούλικος. (Τελικά, τα «μπάνια του λαού» είναι σοφό πράγμα.) Το βαρύ Εγώ μου έγινε ελαφρύ τόσο όσο το βαρύ σώμα μου μέσα στο νερό που κάποτε ήταν παγετώνας και αύριο ποιος ξέρει τι θα γίνει, ελπίζω σύννεφο. Και τι παράξενη αίσθηση, ενώ το παραπάνω ακούγεται ίσως παραδομένο και αδύναμο, αντίθετα είναι ανέλπιστα δυνατό γιατί μου έδωσε την ελευθερία, για όσο διάστημα βρισκόμουν μέσα στην υπέργηρη θάλασσα, ότι δεν εξαρτάται από μένα ο κόσμος.

Το αν μας δίνουν τα χοντρά λεφτά για τον Παρθενώνα μας, για το πετρέλαιο, τα υπόγεια ύδατα ή τις λιμπιστικές αμμουδιές μας, μέσα στο νερό είναι λόγοι χωρίς βάρος. Επέπλεαν δίπλα μου στη θάλασσα όπως τα φύκια.

Όμοια με ένα μάτσο φύκια.

Σαν λυμένα κοριτσίστικα μαλλιά στη θάλασσα.

Αν γίνεται, εγώ θέλω στην στεριά να είμαι «θαλασσινά» ελεύθερη. Λαχταρώ ξανά τη λαμπρή, στιγμιαία εμπειρία της παντοδυναμίας μου. Θέλω πίσω εκείνη την ακαριαία μέγιστη απόλαυση που έχει τη γλύκα της νίκης. Πολύ απλά, πάλι να νιώσω όπως τότε που το γεμάτο κεφάλι μου ήταν μια βρεγμένη κουκκίδα στο απέραντο σύμπαν.

Να είμαι ελεύθερη!

Ας μην με παίζουν! Ας παίζουν μόνοι τους! Όλο τον βαρύ Χειμώνα που έρχεται, θα κάθομαι, είπα, στο πεζούλι με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό και θα τους κοιτώ, την Κυβέρνηση και όποιον από τις άλλες, ξένες, γειτονιές έρθει να παίξει στην αλάνα μου. Και, άμα κάνει κανείς τους καμιά καλή απόκρουση ή κατεβασιά, τότε θα τον επευφημώ με ενθουσιασμό όπως έκανα παλιά στον αδελφό μου και πάντα νίκαγε.

Από τους παίκτες κάποιος να με αγαπήσει, όμως, ακόμα με καίει. Τούτο δεν μπόρεσα στα θαλάσσια μπάνια να το γιατρέψω.

(Για το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ως3»)

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Μια αγανακτισμένη σελίδα από τετράδιο

Ανέμιζε σαν φύλλο στον άνεμο. Ήταν ένα φύλλο χαρτί, μια σελίδα με γραμμές σκισμένο άτσαλα από κοινό τετράδιο. Το συγκεντρωμένο πλήθος στο Σύνταγμα φώναζε, μούντζωνε, γελούσε, γυναίκες χτυπούσαν τα καπάκια από τις κατσαρόλες τους και ένα ζευγαράκι μπροστά μου φιλιόταν με πάθος. Στην καρδιά του όχλου.

Ετερόκλητο πλήθος σε έξαρση και εξέγερση, όλοι μαζί σαν ένα πλήθος κοιτούσαν τη Βουλή και περίμεναν από τον νεαρό άντρα μπροστά τους, ο οποίος για να φαίνεται στεκόταν μισοανεβασμένος στο οδόφραγμα στραμμένος προς αυτούς, να δώσει το επόμενο σύνθημα. Το λαχταρούσαν να πέσει αδηφάγα. Σταματούσαν για λίγο να χτυπούνε την κατσαρόλα για να κάνουν ησυχία και να το ακούσουν καλά. Να το πιάσουν στον αέρα όπως θα φύγει από το χαρτί, το φύλλο που ανέμιζε. Συμβουλευόταν εκείνος το χαρτί του ρίχνοντας μια ματιά και φώναζε ένα από τα συνθήματα με την ντουντούκα. Θαρρώ δεν ακολουθούσε την σειρά. Αντί τα πράσινα φωτάκια που χόρευαν στους τοίχους και τις κλειστές γρίλιες της Βουλής, εγώ παρακολουθούσα αυτόν.

Όχι αυτόν. Το χαρτί που κρατούσε.

Όσο το πλήθος -εμείς- επαναλαμβάναμε σαν καλοί μαθητές την πρόταση που ήταν γραμμένη και είχε εκφωνήσει ο κύριος, εκείνος ανέμιζε το χαρτί δίνοντάς μας το τέμπο. Σαν μαέστρος κατηύθυνε την δημόσια συναυλία μας κουνώντας έντονα τα χέρια του και η σελίδα από το τετράδιο χρησίμευε σαν η σοφιστικέ μπαγκέτα του. Αν το πλήθος τα πηγαίναμε καλά, ο μαέστρος μας όλο χαμόγελα βύθιζε την προσοχή του πίσω στο χαρτί που στεκόταν ακίνητο ίσα-ίσα όσο να ψαρέψει ένα επόμενο εξίσου καλό σύνθημα.

Ήταν μια επιφανής σκισμένη σελίδα από τετράδιο. Όχι καμιά τυχαία, κι ας ήταν ευτελούς αξίας. Αυτή ήταν η τυχερή του τετραδίου. Η καθαρογραμμένη. Η Σταρ Σελίδα. Ενδεχομένως να ήταν η τελευταία σελίδα στο τετράδιο, εκεί που δοκιμάζουμε το στυλό αν γράφει και την έχουμε για πέταμα. Θα είχαν προηγηθεί διάφορες άτυχες σελίδες πριν από αυτήν που θα χρησιμοποιήθηκαν ως πρόχειρες, σαν γυναίκες της μίας φοράς, ερωμένες της ξεπέτας, γράφοντας και διαγράφοντας συνθήματα, έξυπνες ατάκες, χλευασμούς σε ρίμα, ομοιοκαταληξίες με το «ξουτ» και το «ουστ».

Αυτή η σελίδα τετραδίου που έβλεπα εγώ, που γνώρισα και ξετρελάθηκα μαζί της, ήταν πολυγραμμένη. Με χυδαίο στυλό. Επιπέδου περιπτέρου. Καλό ταίρι για μια σελίδα από κοινό τετράδιο. Όμως με νοικοκυρεμένα, ευανάγνωστα γράμματα και, θέλω να ελπίζω, ελεγμένη ορθογραφία. Ήταν η ωραία καθαρογραμμένη.

Η οργή του λαού είχε στάξει με λέξεις πάνω σε αυτό το χαρτί. Η σελίδα που παρακολουθούσα με επιμονή και δεν έχανα από τα μάτια μου ήταν μια δεξαμενή που γέμισε οργισμένες λέξεις με εσάνς παλιάς επανάστασης.

Κι όσο φώναζα ένα μεσαίο, θαρρώ, σύνθημα συγχρονισμένη με το ζευγαράκι μπρος μου που επιτέλους αποφάσισε και χρησιμοποίησε το στόμα του για έναν πιο ομαδικό σκοπό, σκεφτόμουν τον κάτοχο του κοινού μπλε τετραδίου σπίτι του ή σε μια γωνιά στην συνοικιακή καφετέρια, ίσως και στο Κάτω Σύνταγμα καθισμένος στην σκιά των δέντρων το πρωί να γράφει, διαγράφει, ξαναγράφει και καθαρογράφει συνθήματα. Το ένα κάτω από το άλλο, σε στοίχιση σαν τους αστυνομικούς που ήταν παραταγμένοι γύρω από την πλατεία. Κι αν αυτός ο συνειρμός λόγω του περιεχομένου της δεν είναι στην σελίδα μου αρεστός, ας πούμε πως έμοιαζαν με χρωματιστές ξυλομπογιές που τοποθέτησε κάποιο παιδάκι σε μια σελίδα χαρτί την μια ξυλομπογιά κάτω από την άλλη για να παίξει.

Ήθελα να μείνω ως το τέλος. Ήμουν περίεργη τι της επιφύλαξε το μέλλον. Ήθελα να δω τον άντρα της να την μαζεύει. Ήμουν περίεργη αν θα την δίπλωνε σαν λευκό γιορτινό τραπεζομάντιλο, με ανάλογη τιμή και αγάπη, ή σαν ένα παλιόχαρτο που έκανε τη δουλειά και θα πεταχτεί πριν μπει το ρούχο στο πλυντήριο. Μήπως έχει την τύχη της λίστας του σούπερ μάρκετ ανησυχούσα.

Ήθελα επίσης να διαπιστώσω, γιατί είχα αγωνία για τη φίλη μου, αν θα την βάλει στην τσέπη του πουκαμίσου του που ακουμπάει την καρδιά του ή στην ποταπή κωλότσεπη στο παντελόνι του. Ήθελα να δω, με άλλα λόγια, αν θα πέσει στα χαμηλά ή θα πάρει τα υψηλά διαζώματα που της αξίζουν. Κι ας μην συνηθίζεται μια απλή σελίδα τετραδίου να γυρεύει αξιώματα.

Αυτής της άξιζε, θαρρούσα.

Ήμουν περίεργη να δω αν ήξερε ο κάτοχός της ότι εκείνη την ώρα η σελίδα αυτή έγραφε Ιστορία.

Έφυγα πριν από την σελίδα δυστυχώς. Την άφησα να ανεμίζει με φόντο τη Βουλή σε ρυθμό συνθήματος και βυζαντινού Ιπποδρόμου. Σήκωσα το χέρι μου και το ανέμισα κι έτσι χαιρετηθήκαμε με την σελίδα.

Δεν πρόλαβα να φτάσω ως την γωνία και άκουσα το συγκεντρωμένο πλήθος να μου φωνάζει «ουστ!»

(Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρον. περιοδικό «Ως3»,
στήλη «Χώστρια», τεύχος Ιουλίου)

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

Καλώς τα όσπρια!

Το ψυγείο είναι από τα πρώτα οχυρά που πέφτουν ηττημένα από την επέλαση της ανεργίας. Η απομάκρυνση από το εργασιακό φρούριο σηματοδότησε την ημερομηνία λήξης αρκετών από τα ακριβά εδέσματα που θεωρούσαμε μια μικρή πολυτέλεια που δικαιούμασταν «βρε αδελφέ».

Το στομάχι μας έγινε πιο μελετηρό. Διαβάζει την τιμή στο ράφι και απομνημονεύει προσφορές προς τον καταναλωτή περισσότερο από παλιά, όταν θεωρούσε ότι ο πλούσιος γονιός του (εμείς) θα του παρείχαμε ό,τι επιθυμούσε στο πιάτο.

Επόμενο, οι διατροφικές συνήθειες θα αλλάξουν. Η σύνθεση του ψυγείου μας θα είναι από τις πρώτες αλλαγές που θα σημειώσουμε στο μπλοκάκι με τη λίστα για το σούπερ μάρκετ που πλέον θα έχει μπόλικο άγραφο χώρο και κενά περιθώρια για τις υποσυνείδητες μουντζούρες της σκέψης μας.

Αν οι μουντζούρες σας είναι επάλληλα στρογγυλά κυκλάκια, δεν είναι οι Ολυμπιακοί Κύκλοι. Ερμηνεύονται ως φακές.

Τα όσπρια θα ξαναμπούν στη ζωή και στην κατσαρόλα μας. Επιβραβευμένα με θρεπτικά παράσημα και εύσημα παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, θα επιστρέψουν θριαμβευτικά αφήνοντας στο τασάκι με τα κέρματα, δίπλα στην πόρτα, τα χρήματα που εξοικονομούμε επιλέγοντας όσπρια στο τραπέζι μας.

Οι σημερινές ελληνικές κουζίνες και κιτσινέτ προτείνουν φασόλια, φακές, φάβα και ρεβίθια. Άξαφνα, το ρεβίθι άφησε το παραμύθι κι από κάτω από το στρώμα που ενοχλούσε την κοιμισμένη κακομαθημένη βασιλοπούλα επιστρέφει δυναμικά στην κατσαρόλα της ξεβολεμένης νοικοκυράς που πασχίζει να επαναλάβει το θαύμα του Χριστού που χόρτασε πέντε χιλιάδες νοματαίους με πέντε καρβέλια και δυο ψάρια.

Είναι πιθανό το άσημο ρεβίθι να ξαναγίνει διατροφικός άρχοντας όπως την εποχή της Κατοχής και ο ελληνικός καφές μας στο μέλλον να φτιάχνεται ξανά από ρεβιθόζουμο. Ρετρό κατοχικές συνταγές μαγειρικής τότε θα αποκτήσουν πάλι αξία, την υπερτιμημένη αξία της αντίκας, και οι συνταγές της κατοχικής γιαγιάς θα βγουν από το παλιό συρτάρι προκαλώντας επιφωνήματα χαράς και δικαιολογημένους πανηγυρισμούς στη μαζώχτρα μητέρα μας που της γκρινιάζαμε τόσα χρόνια πως δεν πετούσε τα άχρηστα.

Η μπομπότα θα ζήσει ένδοξες στιγμές και στην μεθεπόμενη γενιά;

Απέναντι στα όσπρια τοποθετείται ο 4χ4 ηγέτης του ντουλαπιού του ανέργου, το μακαρόνι. Ευθυτενές, στρογγυλό ή πατικωμένο ως λαζάνι. Λεπτό «σαν μακαρόνι» ή χοντρό «ο χοντρός της τάξης των μακαρονιών». Στριμμένο «σαν βίδα ή ουρά από μακαρονογουρουνάκι», κοφτό για όσους βαριούνται τη ζωή τους. Χωριάτικο με αυγά, πολύχρωμο με λαχανικά, σφυρίχτρα αν το παιδάκι σας ξέρει πώς να το ρουφά, σε σχήμα κογχύλι για τους θαλασσινούς. Φιογκάκι για τα ρομαντικά κορίτσια.

Κάποιες μέρες το μακαρόνι χτυπάει τον ανταγωνιστή ρύζι κάτω από τη ζώνη, ως κριθαράκι.

Τέλος, προτεινόμενο ελληνικό οικογενειακό πιάτο της Κυριακής συνιστάται το «δεν παίρνεις τηλέφωνο τη μαμά σου να πάμε αύριο να φάμε εκεί με τα παιδιά;».

Σκέψη στο περιθώριο
Τρώγοντας άνεργα, κόβονται χοληστερίνη και τα υπόλοιπα.

Ένα από τα κείμενά μου για την ανεργία

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Αυτοεκτίμηση


Η πιο ανθεκτική σανίδα σωτηρίας απ’ όπου μπορεί να κρατηθεί ο εργαζόμενος που έπεσε στην κινούμενη άμμο της μακρόχρονης ανεργίας, είναι η διατήρηση της αυτοεκτίμησής του.

Αντίθετα με τις υποθέσεις και τα λόγια του αέρα, η αυτοεκτίμηση είναι γήινη και στέρεα. Συμπαγής, βαρύγδουπη, γρανιτένια, χειροδύναμη σαν χοντροκόκαλη, κοκκινομάγουλη γκουβερνάντα και φιλικά κυκλική. Κρίκος αλυσίδας και προστατευτικό κουβούκλιο, μαζί τρυφερό κουκούλι και ανακουφιστικό χαπάκι. Η αυτοεκτίμηση είναι ένας κύκλος στο χώμα με τον γραφικό χαρακτήρα του καθενός μας.

Με την εργασιακή ανατροπή συχνά συμβαίνει να μισοσβήνεται ο κύκλος στο χώμα, να χαλάει η αυτοεκτίμηση του ανθρώπου. Εφόσον η επισκευή είναι άμεση, είναι αναστρέψιμη. Η παγίωση μιας μισοκαταστραμμένης αυτοεκτίμησης δεν διαφέρει από ένα σιωπηλό φρούριο που στα χαλάσματά του έχει φυτρώσει χορτάρι.

Η αναστήλωση του τραυματισμένου φρουρίου είναι ανάγκη να γίνει μάνι-μάνι. Στο περιβάλλον, φιλικό και οικογενειακό, θα βρει κανείς πολύ διαθέσιμο οικοδομικό υλικό και το αρχικό σχέδιο πώς ήταν παλιά, την όμορφη εικόνα του όταν το φρούριο του στεκόταν περήφανο.

Συγκρατώντας ο άνθρωπος που δεν έχει δουλειά τον εαυτό του, κρατιέται στην επιφάνεια. Κι όχι μόνο, αλλά βρισκόμενος στην επιφάνεια παρασύρεται από το ρεύμα προς το ασφαλές βραχονήσι με τα γλαροπούλια. Την αναπόφευκτη στιγμή της βύθισης είναι καθοριστικό να θέλει να επιστρέψει στην επιφάνεια για αέρα.

Είναι εξίσου καθοριστικό το να επιτρέψει ή να μην επιτρέψει σε κάποιον άλλον να χειριστεί το δικό του ένστικτο επιβίωσης. Η σωστική λέμβος που θα τον ακουμπήσει στεγνό στην προβλήτα ονομάζεται «η αυτοεκτίμησή μου» και την οδηγεί ο ίδιος.

Κατά το μακρύ διάστημα μιας μη προσωρινής ανεργίας, αυτός ο άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει προβλήματα νέα γι’ αυτόν και συμπεριφορές προς αυτόν που δεν περίμενε. Ως ανειδίκευτος θέλει τον χρόνο του για να μάθει πώς να τα χειριστεί. Χρειάζεται χρόνο για να διαμορφώσει την ατομική του μέθοδο εκμάθησης άνευ διδασκάλου.

Όλο αυτό το χρόνο, μέσα από μια κινηματογραφικά περιπετειώδη διαδρομή με ανατροπές και εμπόδια και πλάσματα νοσηρής φαντασίας, ο ήρωας, που τον υποδύεστε εσείς αν είστε ο άνεργος της ιστορίας, άλλοτε ως ατρόμητος κασκαντέρ, άλλοτε ως φλογερός ζεν πρεμιέ κι άλλοτε ως πιστολέρο καουμπόη, θα ανακαλύψει, αν το έργο έχει happy end, ότι θα καταλήξει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε: Στον κύκλο αυτοεκτίμησης χαραγμένο από αυτόν στο χώμα του τοπικού του Φαρ-Ουέστ.

Προφανές το τέλος του έργου γιατί, όποιος βλέπει εμάς, βλέπει αυτό που του δείχνουμε εμείς. Που κι εμείς το ίδιο βλέπουμε σ’ αυτόν: ό,τι του δείξαμε! Ένας λόγος παραπάνω γιατί χρειάζεται η αυτοεκτίμηση να παραμείνει στην θέση της σε όλη τη διάρκεια της περιπέτειας και να μην πάει για τσιπς.

Σκέψη στο περιθώριο
Πόσες φορές περπατήσαμε πάνω-κάτω σε μια πολυπάτητη παραλία ψάχνοντας ένα χαμένο δαχτυλίδι.
Από τα κείμενά μου για την ανεργία