Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012
Μα σερ Κριστίν Λαγκάρντ
Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012
Εφ' όλης της ύλης
Ν. Μπάξερ: Όπως και στα προηγούμενα δύο, κυριαρχεί πως χαίρομαι για τους ήρωες του βιβλίου λες και είναι αληθινοί άνθρωποι και φίλοι μου. Χαίρομαι γι’ αυτούς. Που τους βλέπω στα βιβλιοπωλεία, που τους συναντώ στο μετρό… Δεξιά κι αριστερά έχουμε πολλές ευκαιρίες να βρεθούμε και κάθε νέα φορά είναι μια νέα χαρά. Τους βλέπω καλά, αυτό εισπράττω, και με χαροποιεί σαν να ήταν άνθρωποι αλλά αυτό μην σας ξαφνιάζει γιατί ζήσαμε μαζί αρκετούς μήνες και φυσικό είναι πως δεθήκαμε.
Για να είμαι ειλικρινής πρέπει να ομολογήσω, όμως, πως αυτή η χαρά δέχεται μικρές δαγκωματιές όταν ανακαλύπτω, ή το συνειδητοποιώ, πως μέρα με τη μέρα οι ήρωες του βιβλίου μου απομακρύνονται από μένα. Κάθε μέρα, ακόμη και τις Κυριακές, βρίσκουν νέους αναγνώστες. Κάνουν νέες φιλίες, μπαίνουν σε άλλους κόσμους κι όλα αυτά τα βλέπω να διαδραματίζονται σαν πίσω από το τζάμι μιας βιτρίνας. Είμαι αμέτοχη κι αυτό είναι παράξενο συναίσθημα, κάπως κρύο, κι ας είναι το φυσιολογικό να συμβαίνει. Το ερμηνεύω πως έχει να κάνει με την απώλεια της εξουσίας μου, τη χαμένη δύναμη που είχα πάνω στο βιβλίο, όχι μόνο πάνω στους ήρωες. Όταν καταλαβαίνεις πως δεν είσαι πια πανίσχυρος είναι ένα σοκ αυτό, δεν συμφωνείτε;
Nextok: Έρχεται ποτέ η στιγμή που «κόβονται» ολοκληρωτικά οι δεσμοί σας;
Ν. Μπάξερ: Και βέβαια! Αναπόφευκτα φτάνει μια ώρα που πλέον αποχαιρετώ τελεσίδικα το βιβλίο. Έρχεται αφού έχει περάσει κάμποσος καιρός από την κυκλοφορία του. Αυτό έχει πια περπατήσει μόνο του αποκτώντας βηματισμό και αυτοπεποίθηση, κι εγώ είμαι έτοιμη να τραβήξω για αλλού. Κάπου εκεί δίνουμε τα χέρια και χωρίζουν οι δρόμοι μας. Δεν υπάρχει θλίψη σε αυτό και ας φαίνεται έτσι. Τότε βλέπω ένα νέο δρόμο μπροστά μου, προς ένα καινούργιο βιβλίο, κι έχω εξαιρετικά καλή διάθεση, μεγάλη όρεξη να τον ακολουθήσω.
Nextok: Χωρίς δυσκολία θα λέγαμε ότι η συγγραφέας Νοέλ Μπάξερ απευθύνεται στον αναγνώστη που επιλέγει το πολύ καλό βιβλίο. Αυτό φάνηκε από το πρώτο σας έργο "Από δρυ παλιά και από πέτρα" που έγινε μπεστ σέλλερ όπως και στο δεύτερο βιβλίο σας "Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος", το οποίο σημειώνει εξαιρετικές πωλήσεις παρά την δύσκολη οικονομική συγκυρία. Ο προσωπικός σας στόχος ποιος είναι όταν γράφετε;
Ν. Μπάξερ: Να γράψω ένα καλό μυθιστόρημα και να το χαρώ γράφοντας. Μόνο αυτό. Είμαι προσκολλημένη σε αυτή την αρχή. Δεν έχω στο μυαλό μου το μετά. Προσπαθώ κιόλας να μην το έχω, σκόπιμα, επειδή θέλω να είμαι ελεύθερη όταν γράφω. Άμα έχω το βάρος του τι θα γίνει μετά, αν θα αρέσει το βιβλίο που ακόμη δεν έχει γραφτεί, δεν θα μπορέσω να «πετάξω» κι αυτό θα μου κόψει από τη χαρά της συγγραφής και επίσης θα ρίξει σκιά στο κείμενό μου. Είμαι πολύ επιμελής, δεν αφήνω το γραπτό μου να λερωθεί. Ο στόχος μου είναι η δουλειά μου, να δώσω ένα καλό κείμενο: καλά στημένη και ευρηματική πλοκή, χαρακτήρες ωραίους και στιβαρούς και γραφή άριστη κατά το δυνατόν και κατά το προσωπικό μου γούστο. Κατά τον ίδιο τρόπο, πρέπει να σας πω πως δεν με απασχολεί ούτε το πριν. Εκείνη την ώρα δεν έχω κανένα δέσιμο με τα προηγούμενα. Η δημιουργία εκτιμώ πως είναι μια ανεξάρτητη πράξη, χωρίς συνέχειες και κληρονομιές. Ένα νέο βιβλίο είναι ένα ολοκάθαρο βιβλίο. Ξεκινάει από μια λευκή σελίδα.
Nextok: Από τους αναγνώστες, τους βιβλιοπώλες και το διαδίκτυο φαίνεται ότι δημιουργήθηκε ένα "Μπαξερικό" αναγνωστικό κοινό, ένα κοινό με ιδιαίτερες απαιτήσεις. Πώς καταφέρνετε να ικανοποιείτε αυτό το κοινό; Ποιο είναι το συγγραφικό σας μυστικό;
Ν. Μπάξερ: Πίσω από κάθε γραμμή ο αναγνώστης μου μπορεί να με δει. Δεν αφήνω από μόνη της την έμπνευση να με οδηγήσει κι όπου με βγάλει. Την φοβάμαι την έμπνευση που καλπάζει σε ένα γραπτό ανεξέλεγκτα. Ίσως επειδή έχω μια ευκολία με τους συνειρμούς. Αν την ώρα που γράφεις για ένα λευκό βότσαλο δεις στη θέση του ένα άσπρο αυγό, χάθηκες! Κινδυνεύεις να χαθείς σίγουρα αν δεν μπεις μέσα να χωρίσεις το γόνιμο και χρήσιμο από το περιττό και το ζημιογόνο.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό μου και όχι μυστικό μου είναι πως προετοιμάζω το έργο και τον εαυτό μου πολύ πολύ καλά πριν κάτσω να γράψω. Δεν εννοώ μόνο την ιστορική έρευνα που είναι ευνόητο πως απαιτεί γερή προετοιμασία για να είσαι το μίνιμουμ συνεπής. Δεν συμμερίζομαι την άποψη πως επειδή είναι μυθιστόρημα μπορεί να γράφουμε ό,τι θέλουμε. Το μυθιστόρημα δεν μας παρέχει το δικαίωμα να βάζουμε μέσα ιστορικές ανακρίβειες, αυτή την ελευθεριότητα την παίρνει ή δεν την παίρνει μόνος του ο συγγραφέας. Είναι μια επιλογή, δηλαδή. Προσωπικά έχω επιλέξει να είμαι σοβαρή. Η έρευνα, να το πούμε κι αυτό, δεν είναι απαραίτητα ιστορική. Εμπλέκω μέσα ως και Ποίηση. Όταν έγραφα για τον Μυστρά στο τελευταίο μου βιβλίο, παράλληλα έψαχνα ποιήματα. Έλεγα πως δεν μπορεί να μην εμπνεύστηκαν ποιητές από την ομορφιά και την ιστορία του Μυστρά. Έτσι συνάντησα το ποίημα του Ρίτσου. Δεν το γνώριζα πριν.
Πριν ξεκινήσω, λοιπόν, έχω στήσει τα σκηνικά μου, έχω επιλέξει τις τεχνικές μου κι έχω βρει κάποια τεχνάσματα, ας τα πούμε ευρήματα, που μου φαίνονται ενδιαφέροντα να χρησιμοποιήσω και τα έχω βάλει στην άκρη. Ακόμη, έχω προαποφασίσει αν θα κάνω πειραματισμούς στο καινούργιο βιβλίο και έχω στο μυαλό μου για πού τους προορίζω. Παράδειγμα, στο «Τη νύχτα που γύρισε ο χρόνος» έπλεξα πλεξούδα τρεις χρόνους, το απόλυτο τώρα, το σύγχρονο και το παρελθόν. Στο «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας» όλη η 2η ενότητα ήταν για μένα ένας πειραματισμός στο ύφος της γραφής. Μια δοκιμή να βάλω το υπερβατικό. Οι πειραματισμοί με βοηθούν να βελτιωθώ, ασφαλώς συμβαίνει αυτό, είναι όμως κι ένα παιχνίδι που με κρατάει σε εγρήγορση τους πολλούς μήνες της συγγραφής. Οι αναγνώστες μου σιγά-σιγά, ποιος ξέρει, ίσως να έχουν μάθει να το ψάχνουν αυτό.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα τα στοιβάζω όλα μέσα μου και φουσκώνω επικίνδυνα όπως καταλαβαίνετε, αλλά είναι απαραίτητη αυτή η διαδικασία και πιστεύω απόλυτα ορατή στο τελικό αποτέλεσμα, στο βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας. Όλος αυτός όμως ο μηχανισμός αυτόματα καταρρέει την στιγμή που γράφω το πρώτο γράμμα της πρώτης λέξης στην πρώτη σελίδα. Τότε ακαριαία νιώθω τον εαυτό μου μαγικά ελεύθερο. Δεν θα το έλεγα μυστική φόρμουλα, ούτε βέβαια μαγεία. Υπάρχει μια επαναλαμβανόμενη πρακτική που βγαίνει φυσικά κι ας φαίνεται στα μάτια τρίτων ιδιαίτερη. Που ισχύει βέβαια στα πάντα, ως και στον τρόπο πχ που ο καθένας μας πλένει με διαφορετικό τρόπο τα πιάτα. Δεν είναι κάτι σπουδαίο δηλαδή. Ο κάθε συγγραφέας έχει τον δικό του τρόπο που γράφει.
Nextok: Ποια πρόσωπα σας ενέπνευσαν ώστε να δημιουργήσετε τους πρωταγωνιστές του βιβλίου σας: "Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας";
Ν. Μπάξερ: Φαντάζομαι εννοείτε εκτός από τον Ερρίκο Σλήμαν και την Σοφία Εγκαστρωμένου-Σλήμαν. Δεν ξέρω να σας απαντήσω. Δεν υπήρχε έτοιμος κανείς.
Nextok: Το νέο σας μυθιστόρημα είναι πολυπρόσωπο. Θα ήθελα να σταθώ σε μια δευτερεύουσα ηρωίδα, τη Ρέα. Ίσως επειδή είμαι γυναίκα κοντά στην ηλικία της, την ένιωσα βαθιά. Θα ήθελα να σας ρωτήσω, τι σας έκανε να την σπρώξετε να πάρει την απόφαση που πήρε στο βιβλίο;
Ν. Μπάξερ: Ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα είναι σαν ένα τριαντάφυλλο. Έχει πολλά πέταλα. Τα μέσα και τα έξω, τα μεγάλα και τα μικρά. Η Ρέα, η μητέρα της κεντρικής ηρωίδας, ανέλαβε να σηκώσει μόνη της το φορτίο μίας παράλληλης ιστορίας. Ταυτόχρονα μάνα και κόρη αποχαιρετούν το όνειρό τους, η μια κρυφά από την άλλη. Το όνειρο της Ρέας, που αναφέρεστε, είναι αυτό που δυστυχώς καλούνται να αποχαιρετήσουν οι εννέα στις δέκα γυναίκες όταν πατάνε τα σαράντα, το όνειρο της μίας και παντοτινής μεγάλης αγάπης. Οι εναλλακτικοί τρόποι να αντιδράσει κανείς είναι πολλοί, από την κατάθλιψη και την παραίτηση ως τον τρίτο άνθρωπο ή ακόμη πιο εξτρίμ λύσεις, όπως να τα μαζέψει και να φύγει. Για το συγκεκριμένο βιβλίο και τη δική μου Ρέα επέλεξα μια εσωτερική κραυγή που κατέληξε σε μια μεγαλειώδη έξοδο τύπου Μεσολογγίου. Άλλοτε άφηνα τον σπαραγμό της να καλοφανεί στον αναγνώστη, τον ξεδίπλωνα σαν απλωμένο σεντόνι, κι άλλοτε τον έκρυβα επιμελώς πίσω από φέτες χιούμορ, όμως αυτό δεν έκανε τη Ρέα λιγότερο τραγικό πρόσωπο. Κάποιοι άνθρωποι αναζητούν μόνο έντονα συναισθήματα, όπως άλλοι θέλουν να φοράνε μόνο ρούχα με έντονα χρώματα. Η Ρέα είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Νιώθει το παραμικρό μεγάλο και αποζητά την ένταση ερμηνεύοντάς την ως γνησιότητα.
Απέκλεισα από την αρχή το να ασχοληθώ στο «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας» με μια σχέση τριγώνου. Η σχέση αυτή είναι εξωστρεφής, εμπλέκονται τρεις, ενώ εγώ αποζητούσα την εσωστρέφεια και τον νυχτερινό σιωπηλό μοναχικό σπαραγμό. Εάν έμενα όμως μόνο σε αυτό θα ήταν λάθος. Ένας ήρωας βιβλίου με το τσαγανό της Ρέας δεν μπορεί να μην υπερχειλίσει. Κι αυτό έκανα. Χαίρομαι που η Ρέα σάς έπεισε.
Nextok: Η ιστορική έρευνα έχει την τιμητική της και στο τρίτο σας βιβλίο. Ποιος είναι ο βαθμός δυσκολίας αυτής της προσπάθειας;
Ν. Μπάξερ: Προσωπικά την θεωρώ ευχαρίστηση και όχι δυσκολία. Κάθε έρευνα έχει δυσκολίες. Είναι ένας δρόμος που παίρνεις και τον περπατάς. Άλλοτε σταματάει σε ένα σημείο απότομα και σε απογοητεύει ενώ άλλες φορές απρόσμενα σε φέρνει σε ξέφωτα, σε σταυροδρόμια και περίλαμπρες μεγαλουπόλεις. Αυτή είναι η μαγεία της έρευνας. Το μέγα άγνωστο που σε τραβάει να το γνωρίσεις, να το οικειοποιηθείς, να το ζυμώσεις, να το μασήσεις, να το μυρίσεις. Να χουχουλιάζεις με την Ιστορία και ανθρώπους που έζησαν στο παρελθόν. Ή σου αρέσει αυτό ή δεν σου αρέσει. Εμένα μου αρέσει πολύ!
Nextok: Αλήθεια, ποια είναι η καθημερινότητα της Νοέλ Μπάξερ όταν δεν ερευνά και όταν δεν γράφει;
Ν. Μπάξερ: Ό,τι και η δικιά σας. Απλώνω την μπουγάδα μου και τηγανίζω πατάτες. Έχω σύζυγο, παιδί και σκύλο. Σπάνια δεν δουλεύω όμως. Με την έννοια πως, όταν δεν γράφω, τότε είτε βρίσκομαι στο λανσάρισμα του βιβλίου είτε στο μυαλό μου δημιουργώ το επόμενο. Αφού μπορώ να σκέφτομαι όσο σιδερώνω τα ρούχα, μπορώ και να εργάζομαι!
Nextok: Κυρία Μπάξερ από τη σημερινή Ελλάδα, τι μπορούν να περιμένουν τα παιδιά μας; Εσείς προσωπικά πώς βιώνετε τη καθημερινότητα του 2012;
Ν. Μπάξερ: Όλη την περσινή χρονιά κυκλοφορούσα κάθε Τετάρτη στο Διαδίκτυο ένα κείμενο που στριφογύριζε την ανεργία. Από μέσα προς τα έξω. Με ανθρώπινα μάτια κοιτούσαν τα γραπτά μου την ανεργία κι όχι με στατιστικό ενδιαφέρον. Δεν έκρυψα πως τα κείμενα αυτά ήταν τόσο βαθιά ανθρώπινα επειδή ήταν τόσο οδυνηρά αληθινά. Τα υλικά μου ήσαν βιολογικά: προσωπικές εμπειρίες, άλλες δικές μου και άλλες στο περιβάλλον μου. Αυτός ήταν ο δικός μου τρόπος να αντισταθώ και συνάμα να βοηθήσω. Κάποια από αυτά είχατε την καλοσύνη να αναδημοσιεύσετε κι εσείς.
Η δική μου οικογένεια δυστυχώς ανήκει σε αυτές που εμβόλισε η παλιοΚρίση. Ο άντρας μου έχει εγκατασταθεί και εργάζεται στο εξωτερικό, γίναμε σκορποχώρι. Ενώ κανείς θα έλεγε πως τώρα θα του δώσω να καταλάβει, πως όχι κάθε Τετάρτη αλλά κάθε δεύτερη μέρα θα κυκλοφορώ νέο κείμενο, θα βομβαρδίσω το Διαδίκτυο, θα γονατίσει από το βάρος του πύρινου λόγου μου, εγώ σίγησα. Αυτό ένιωσα, αυτό έκανα. Το τελευταίο μου κείμενο για την ανεργία ήταν τα περίλυπα λόγια που έλεγε στον άντρα μου ο σκύλος του καθώς εκείνος ετοίμαζε την βαλίτσα του να φύγει. Ένας δραματικός αποχαιρετισμός με, ευνόητα, όλο τον σπαραγμό της εγκατάλειψης που βίωσα.
Παρόλα αυτά, για να πάω στο πρώτο σκέλος της ερώτησής σας, θα σας ξαφνιάσω λέγοντας πως τα παιδιά μας και η σημερινή Ελλάδα είναι απόλυτα συμβατά. Ιστορικά, τα μεγάλα μυαλά και οι σπουδαίοι άνθρωποι δεν βγήκαν από την χλιδή και το καθισιό αλλά από την συνειδητοποίηση της στέρησης και την ανάγκη για προκοπή, να βελτιώσουν τη θέση τους. Δεν συμμερίζομαι το εύκολο φευγιό σαν λύση. Βλέπω γύρω μου ενοχλητική επιπολαιότητα στο θέμα αυτό. Δεν θεωρώ καλή στάση τις γυρισμένες πλάτες. Η πατρίδα μας είναι αυτή, έχει ζήσει ενδοξότερες μέρες αλλά τώρα είναι αυτή, και εξαρτάται από εμάς. Δεν βλέπω σε αυτό μόνο ένα χρέος, βλέπω μια ευκαιρία, ένα ενδιαφέρον ομαδικό πρότζεκτ, για να το πω με τη διεθνή γλώσσα που επιλέγουν να μιλάνε πολλοί Έλληνες. Εγώ θέλω να είμαι εδώ να συμμετέχω σε αυτόν τον σπουδαίο αγώνα. Ενώ θα μου ήταν πιο εύκολο από σας να το βάλω στα πόδια επειδή το έχω δίπορτο λόγω της διπλής μου καταγωγής και να θυμηθώ στην ανάγκη την ασφαλή Αγγλία, έχω αποφασίσει πως θα είμαι η τελευταία που θα φύγει. Εγώ θα κλείσω την πόρτα!
Nextok: Ίσως είναι πολύ νωρίς αλλά σίγουρα οι αναγνώστες σας θα θέλουν να μάθουν πότε θα αρχίσετε τη συγγραφή του επόμενου βιβλίου. Μήπως έχετε κάτι στο μυαλό σας;
Ν. Μπάξερ: …Έχει αρχίσει η χαρακτηριστική ταραχή. Έτσι ξεκινάνε όλα. Από ένα μόνιμο καρδιοχτύπι σαν ερωτευμένη. Όπου να ‘ναι θα έχω την αναστάτωση της γάτας που ετοιμάζεται να γεννήσει. Τα ξέρω τα συμπτώματα πια. Έχω συλλάβει την ιδέα και μπρος μου έχω μια πολύμηνη περίοδο κυοφορίας. Είναι πολύ νωρίς ακόμη. Δεν βιάζομαι. Θέλω να το χαρώ.
http://nextok.blogspot.gr/#!/2012/06/blog-post_07.html
Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012
Η τελευταία Αμαζόνα ανατρίχιασε
Στο άγγιγμα του άντρα, πρώτα ξαφνιάστηκε και ύστερα αγριεύτηκε η έφιππη Αμαζόνα της τελευταίας, της τελικής μετόπης του Παρθενώνα. Πολεμούσε στη δυτική πλευρά, σε καλή θέση, φάτσα δύση. Πράγματι από κει πάνω είχε χαρεί τις χιλιάδες δύσεις που της είχε υποσχεθεί η αρχαία πόλη της Αθήνας όταν το πάρα πολύ πάλαι ποτέ μεσουρανούσε. Μια πόλη που μεσουρανεί να σου τάζει δύσεις! Τότε η Αμαζόνα το είχε βρει οξύμωρο. Σήμερα, προφητικό. Της το είχαν υποσχεθεί όμως οι αρχαίοι Αθηναίοι, η πέτρα ποτέ δεν ξεχνάει, όταν με το άλογό της την σήκωσαν από το έδαφος και την στήριξαν όρθια ανάμεσα σε δυο τρίγλυφα στην κορυφή του Παρθενώνα (σχεδόν στην κορφή, το αέτωμα είχε το ρετιρέ). Χωρίς να της πουν τότε πως κάποτε θα χάσει τον ουρανό και τ’ άστρα και ότι από τα ψηλά θα βρεθεί ξανά στα χαμηλά, στο χώμα.
Η τελευταία Αμαζόνα οργίστηκε, με την εσωστρέφεια της πέτρας αναγκαστικά. Αιχμάλωτη από το υλικό που ήταν φτιαγμένη.
Την άγγιζαν! Ανατρίχιασε. Ρίγησε η πέτρα. Της ήταν ξένο αυτό το άγγιγμα και δεν ήθελε να του αφεθεί. Η Αμαζόνα ήτανε συνηθισμένη μόνο στο χέρι του αρχιμαρμαροτεχνίτη του Φειδία. Τούτο το χέρι τής ήταν ξένο, σκληρό από υγρά σαπούνια πιάτων, στριφτά τσιγάρα και λάθος χειρονακτικές εργασίες. Ενοχλητικά τραχύ από άγνωστες στην Αμαζόνα μας χειροτεχνίες και χειροποίητα. Βιαστικό λες και υπακούει σε ωράρια. Και εχθρικό. Έτσι το χαρακτήρισε αυτή που η ζωή της ήταν οι άγριες μάχες.
Ο πεσμένος πολεμιστής με τον οποίο μοιραζόταν την μετόπη της, Αθηναίος οπλίτης, όπως της συστήθηκε, την κοιτούσε. Τον είχε ρίξει η Αμαζόνα στο έδαφος της μετόπης με το δόρυ της την στιγμή που πέτρωσε η μυθική πάλη τους, όταν μαζί τους πέτρωσε η στιγμή. Στην στάση αυτή, σε ένα σύμπλεγμα οι δυο τους που κάπως μιμείτο τον μεταγενέστερο Άη-Γιώργη, ο οπλίτης την κοιτούσε ακόμη. Στην ικεσία και στο φόβο, στη ματιά του, διέκρινε τώρα κοροϊδία. Χλευασμό και εκδίκηση. Ο νικημένος νίκησε με τη βοήθεια του χρόνου. Έκανε 2.500 χρόνια υπομονή και να που κέρδισε. Αν δεν ήταν πέτρινος και στριμωγμένος σε μια μετόπη, θα σηκωνόταν όρθιος και θα έδινε το χέρι του για ευχαριστώ στους συντηρητές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και του Μουσείου της Ακρόπολης που τον έβγαλαν από την ήττα του.
«Ρε από μια γυναίκα! Σε νίκησε μια γυναίκα, ξεφτιλισμένε!» τον μάλωνε μέσα από το δόντια του ένας ειδικευμένος εργάτης που πλησίασε στην μετόπη με κράνος. «Μας ντρόπιασες», τον μάλωσε ξανά ενώ τον χάιδευε σκουπίζοντας από πάνω του την σκόνη 25 αιώνων.
«2.500 ταπεινωμένα χρόνια», παραδέχτηκε ο Οπλίτης απολογητικά.
«Τι λες μωρέ;», τον έφερε στην πραγματικότητά μας ο σύγχρονος αρχιμαρμαροτεχνίτης κανενός Φειδία. «Εκείνα ήταν τα ταπεινωμένα χρόνια; Τούτα είναι! Πριν, καλά ήταν. Είχαμε τα επιδόματα.»
Η τελευταία Αμαζόνα περίμενε τελευταία την σειρά της. Υπομονετικά όσο χαϊδευόταν ο οπλίτης. «Δεν μου αξίζει» θα παραπονιόταν εάν είχε κάποιον να την ακούσει. Ο Φειδίας της όμως ήταν μακριά. Ούτε άκουγε πουθενά τον γλυκό λόγο του Περικλή, να την σώσει. Αναλογίστηκε από πόσα είχε διασωθεί σε αυτά τα πάρα πολλά χρόνια έως την αήττητη τωρινή επίθεση. Στις ανατινάξεις του ναού είχε μείνει στη θέση της ακούνητη, επειδή ακριβώς ήταν καλή στο να πολεμάει. Επίσης είχε σωθεί από επιθέσεις πουλιών, από σμήνη και σμήνη πουλιών και λευκά περιστέρια τάχα αθώα, αυτή τα ήξερε από την καλή κι από την ανάποδη. Δεν αμέλησε, τέλος, η έφιππη Αμαζόνα της τελευταίας μετόπης πως αυτή είχε γλιτώσει από την αρχαιολογική λαγνεία πρότερων ανδρών. Ερασιτεχνών. Είχε γλιστρήσει από το μάτι τους και είχε ξεφύγει ή μπορεί να είχαν φοβηθεί το μυτερό της ακόντιο, μην τους βρει η μοίρα του πεσμένου οπλίτη. Σε αυτό κατέληξε αυτάρεσκα. Γι’ αυτές τις νίκες της, για να την τιμωρήσουν οι επίγονοι Αθηναίοι, της άφηναν τον χρόνο να αναλογιστεί τι θα χάσει εκτός από τις δύσεις της και τον ελεύθερο αττικό ουρανό.
Τη χαμένη της δόξα, λοιπόν, θυμόταν όταν ο συντηρητής την έβγαλε απότομα από τις σκέψεις της. Την ενόχλησε εκ νέου θωπεύοντας το γυναικείο της κορμί που, σαν να μαρμάρωσε από φόβο, στεκόταν ακίνητο, και συνέχισε μετά, ο αναίσχυντος, χαϊδεύοντας και το άλογό της που σάστισε και ξέχασε να χλιμιντρίσει. Πεισματικά, για να αμυνθεί, η Αμαζόνα ανακάλεσε το άλλο, εκείνο το αρχαίο άγγιγμα. Και το βλέμμα του Φειδία θυμήθηκε να την καλύπτει σαν βελούδινο ριχτάρι. Ο ξένος άντρας επέστρεψε στην Αμαζόνα. Τελευταία για σήμερα και για πάντα στον Παρθενώνα. Την ξανάγγιξε απαλά. Με τρυφερότητα διέτρεξε με το χέρι του το σώμα της. Ψαχούλεψε κρυφά το στήθος της, το ένα βυζί των Αμαζόνων. Ύστερα, την φύσηξε στο πρόσωπο. Κατάμουτρα. Πλησίασε το κεφάλι του κοντά στο δικό της, στην απόσταση του φιλιού, και την φύσηξε. Η Αμαζόνα δέχτηκε την σύγχρονη ανάσα του 21ου μας αιώνα χειρότερα κι από σιχαμερή φτυσιά.
«Νικηθήκαμε, καλή μου», της ψιθύρισε ερωτικά ο άντρας, ξεχνώντας πως σε έναν ναό ψιθυρίζουμε ευλαβικά. «Είναι προαποφασισμένο τίποτα να μην μείνει όρθιο». Η Αμαζόνα ρίγησε σύγκορμη στην προφητεία της πτώσης. «Η Ιστορία λύγισε, γονατίζει σαν τον οπλίτη σου», συνέχισε αυτός. «Πέφτουν τα σύμβολα. Μήνα Μάιο, να το θυμάσαι στο Μουσείο. Παραδοσιακά, τον Μάη συμβαίνουν στους Έλληνες οι πτώσεις.» Την περίμενε ώσπου να ριγήσει ξανά. «Μαζί σου σήμερα τελείωσαν οι Αμαζονομαχίες.»
«Εγώ ήμουν μια Αμαζόνα», σκέφτηκε λυπημένη και για πρώτη φορά στα 2.500 μετρημένα χρόνια της ζωής της τα έβαλε με τον γλύπτη που την κάλεσε στην πέτρα από ένα μύθο. Που την έφερε στον Παρθενώνα από τη χώρα των Αμαζόνων χαρίζοντάς της, διόλου αδιάφορο κίνητρο, έναν πορτοκαλί ουρανό. Δεν οργίστηκε γιατί την έκανε από πέτρα, άρα αιώνια, αλλά επειδή η απαράμιλλη τέχνη του της είχε σμιλέψει μια καρδιά.
Καθώς την κατεβάζανε στο έδαφος, αυτή η καρδιά έσπασε.
Ήτανε πρωί. Αργούσε η δύση.
Κρίμα.
Από σήμερα ο Παρθενώνας δεν δέχεται ικέτες.
(Για το ηλεκτρον. περιοδικό «Ως3»)
Τρίτη 5 Ιουνίου 2012
Σαν δυο παλιόφιλοι
Παρασκευή 27 Απριλίου 2012
Συνέντευξη τι εστί η "Θάλασσα"
Κάπως κυκλική, γι’ αυτό έδωσα στις δυο ηρωίδες το ίδιο όνομα. Ένωσα τα άκρα. Οι δύο αυτές γυναίκες για διαφορετικό λόγο σε διαφορετικές εποχές έκαναν το ίδιο πράγμα: ακολούθησαν τη γραμμή της θάλασσας. Την μια έτρεψε σε φυγή ένας έρωτας, ενώ την άλλη το γκρέμισμα του νεανικού της ονείρου να γίνει αρχαιολόγος και να συνεχίσει το έργο του Ερρίκου Σλήμαν. Και τις δυο η θάλασσα τις έβγαλε εκεί που θέλω να πιστεύω πως βγάζει τους λυπημένους ανθρώπους που αποφασίζουν να την ακολουθήσουν γιατί δεν έχουν πού αλλού να στραφούν: Τις οδήγησε στο καταφύγιο της χαμένης τους δύναμης.
Από το πόσες φορές στην ίδια παράγραφο αναφέρθηκα μαζί και στις δυο ηρωίδες είναι φανερό πως ακούμπησα τη ζωή της μιας πάνω στη ζωή της άλλης. Ακούμπησα κι εγώ πάνω τους, αυτή είναι η σχέση μου μαζί τους, που με ρωτάτε. Τις ένιωσα βαθιά. Και τη Βενετία και τη Βενέτα. Η φυγή τους με τάραξε, με αναστάτωσε αφάνταστα, μα ήρθε το αποτέλεσμα της φυγής και με γαλήνεψε. Δεν έχω πια καμιά αμφιβολία πως, αν ποτέ βρεθώ στη θέση τους, κι εγώ θα ακολουθήσω τη γραμμή της θάλασσας!
2. Μεγάλη σημασία στο βιβλίο παίζει η θάλασσα. Τι συμβολίζει η θάλασσα στην ψυχοσύνθεση των ηρώων;
Ό,τι στον κάθε Έλληνα. Δεν έχουμε απλώς σχέση, είμαστε δεμένοι με τη θάλασσα! Η θάλασσά μας δεν είναι μία, είναι χιλιάδες. Είναι η γαλάζια, η τιρκουάζ, η κυανή στο χρώμα της σημαίας μας, η ασημένια νυχτερινή θάλασσα βαμμένη με το φως του φεγγαριού… Ακόμη, η θάλασσα η ήρεμη και η θάλασσα η φουρτουνιασμένη, η θάλασσα που τρέφει και η θάλασσα που πνίγει, η θάλασσα του παιδικού πλατσαρίσματος και η θάλασσα της ενήλικης περιπέτειας, η ελεύθερη θάλασσα των ταξιδευτών, η άλλη θάλασσα με τους ατελείωτους δρόμους και τις ανοικτές λεωφόρους της γνώσης, το σπίτι των σφουγγαριών και, στο υπόγειο, ο γοητευτικός σιωπηλός κόσμος του βυθού. Θέλετε κι άλλα;
Η θάλασσα έχει το ενδιαφέρον στοιχείο πως μπορεί να είναι καλή και κακή κι επειδή σε αυτό το βιβλίο ασχολούμαι λίγο με τον αέναο αγώνα του Καλού με το Κακό, ή αντίστροφα, η διπλή υπόσταση της θάλασσας με εξυπηρετεί.
Όπως με εξυπηρετεί πολύ και σε κάτι ακόμα, που το αντιμετώπισα στο βιβλίο αυτό ως θεμελιώδες. Επειδή είναι τόσο μεγάλη, σχεδόν απέραντη (δεν είναι αλλά αυτή την αίσθηση έχουμε όταν στεκόμαστε στην άκρη ενός βράχου στην ακτή και κοιτάμε την μπλε θάλασσα και πώς ανακατεύεται το χρώμα της με το μπλε του ουρανού στο βάθος, στον ορίζοντα) επειδή, λοιπόν, είναι τόσο πολύ μεγάλη, χωράει όλες τις ανθρώπινες ιστορίες. Και τις μικρές και τις μεσαίες και τις μεγάλες, Και τις παλιές και τις τωρινές και τις μελλοντικές. Αρχικά είχα δώσει στο μυθιστόρημα τον τίτλο «Θάλασσσα» γραμμένο με τρία σίγμα, γι’ αυτό το λόγο, για να χωράει όλες τις ιστορίες των ανθρώπων. Γίνεται σε αυτό αναφορά στο βιβλίο κάμποσες φορές, αλλά έφυγε η Θάλασσσα από τον τίτλο.
3. Η νεαρή Βενετία είναι μεγάλη θαυμάστρια του Σλήμαν και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο θέλει να σπουδάσει αρχαιολογία. Πως θα μπορούσε μια σημαντική προσωπικότητα, όπως ο Σλήμαν, να σταθεί ως φάρος σήμερα για ένα νέο άνθρωπο;
Μια σημαντική προσωπικότητα μπορεί να σταθεί φάρος για έναν νέο άνθρωπο στον αιώνα των αιώνων. Όχι μόνο σήμερα που λένε πως στερούμαστε πρότυπα. Ο Ερρίκος Σλήμαν ήταν ένας άνθρωπος που ξεχωρίζει, άρα, ναι, μπορεί να λειτουργήσει ως φάρος. Ευχαρίστως θα σας πω γιατί: Είχε αναγάγει την επιθυμία της ζωής του, το προσωπικό του όνειρο ας το πούμε πιο ρομαντικά, σε ζωτική ανάγκη κι είχε απίστευτη, αξιοζήλευτη προσήλωση στον στόχο του. Άοκνα δούλεψε γι’ αυτό αλλά η επιμονή του είχε μια τρυφερότητα που συγκινεί. Όπως, επίσης, προσωπικά με συγκινεί που όταν περιγράφει στα ημερολόγιά του ένα πραγματάκι από την Τροία ή τις Μυκήνες, νιώθεις το ρίγος του. Δεν τον θεωρώ κλασικό αρχαιοκάπηλο γιατί νομίζω πως ήταν πιο πολύ ένας ιδεαλιστής. Η διορατικότητά του, η εξωφρενική ικανότητά του κάτω από έναν λόφο χώμα να βλέπει έναν θαμμένο πολιτισμό, είναι ανεπανάληπτη.
Όπως και το άλλο τον κάνει ωραιότατα, κατ’ εμέ, φάρο: Είχε το σθένος να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα και να δικαιώνεται για την επιλογή του κι αυτό συνέβη ούτε μια ούτε δυο φορές. Συνέβη και τότε που ισχυριζόταν πως τα ομηρικά έπη, η μυθολογία του τρωικού πολέμου είχε μέσα της αλήθεια, και τότε που πρώτος και μόνος επέμενε πως η Τροία βρισκόταν παραδίπλα από εκεί που έλεγαν όλοι μαζί κουστωδία οι αρχαιολόγοι της εποχής του. Μπορεί να ήταν δύσκολος άνθρωπος αλλά συνήθως οι έντονες προσωπικότητες δεν είναι εύκολοι σύντροφοι για συμβίωση. Η σύζυγός του η Σοφία σίγουρα πέρασε κοντά του έντονες συγκινήσεις μα σε συντροφικό συζυγικό επίπεδο δεν νομίζω πως ευτύχησε η γυναίκα ιδιαίτερα. …Έτσι είναι οι φάροι. Οι περισσότεροι δεν είναι φωτεινοί συνέχεια.
Για την ιστορία, να θυμηθούμε πως και ο Ερρίκος Σλήμαν σε νεαρή ηλικία ακολούθησε τη θάλασσα προσπαθώντας να ξεφύγει από το μπακάλικο στη Γερμανία, όπου δούλευε υπάλληλος, και από μια ζωή με χαμένα όνειρα.
4. Η Βενετία, όταν φαίνεται να χάνει το όνειρό της, ετοιμάζεται να κάνει ένα ταξίδι στη Πελοπόννησο ακολουθώντας τα ίχνη του Σλήμαν. Πέρα από ένα ταξίδι αποχαιρετισμού τι άλλο συμβολίζει αυτό το ταξίδι για την ηρωίδα;
Με το ταξίδι αυτό η Βενετία αποχαιρετάει τη μελλοντική Βενετία όπως την οραματίστηκε και πόθησε. Δεύτερο, αποχαιρετάει τον παλιό της εαυτό που καλοζούσε με ένα ωραίο όνειρο. Τρίτο, αποχαιρετάει το ίνδαλμα Ερρίκος Σλήμαν που την συντρόφεψε ως εκεί και υπήρξε περισσότερο ένας νοερός τρυφερός σύντροφος παρά ένας ξερός μέντορας. Τέταρτο, η Βενετία αποχαιρετάει λίγο τον παππού της ο οποίος το ξεκίνησε όλο αυτό με τις αφηγήσεις του για τον προπάππο του που μετέφερε την στάμνα με τον οίνο του Σλήμαν κατά την επίσκεψη του τελευταίου στην Κεφαλονιά και την Ιθάκη το 1868, στο πρώτο του, αναγνωριστικό, ταξίδι στην Ελλάδα. Πέμπτο και σημαντικό, όπως όλα τα ταξίδια αποχαιρετισμού είναι ταυτόχρονα ένα ταξίδι καλωσορίσματος, με την έννοια ότι επέστρεψε πίσω μια νέα Βενετία. Απρόσμενα όμως, έκτο, το ταξίδι που θεωρούσε αποχαιρετισμού τής προέκυψε ένα ταξίδι-έκπληξη γιατί έμαθε πράγματα και, κυρίως, επειδή ανακάλυψε τη δύναμή της. Μπορεί να πήρε το βαλιτσάκι της και να έφυγε αλλά δεν ήταν ένα απλό ταξίδι.
5. Πριν ξεκινήσει το ταξίδι της παίρνει από τη γιαγιά της έναν σκισμένο χάρτη, σχεδιασμένο από έναν προγόνο τους, Ενετό χαρτογράφο. Τι συμβολίζει ο χάρτης και τι περιμένει η γιαγιά από την εγγονή δίνοντάς της τον χάρτη;
Ξεχωριστά από όλα τα ολοφάνερα που θα μπορούσαμε να πούμε, ο χάρτης στο «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας» συμβολίζει την συνέχεια. Είναι ένα οπτικό και ευανάγνωστο σύμβολο. Θα μπορούσε να ήταν κάτι άπιαστο, όπως μια παλιά όμορφη ιστορία, αλλά γύρευα κάτι χειροπιαστό που να μπορώ να του προσδώσω μύθο, αίγλη και συγκίνηση. Η κίνηση «πάρε αυτό που σου δίνω» όταν πρόκειται για οικογενειακό κειμήλιο είναι ξεκάθαρη πράξη συνέχειας, είναι κληροδότημα, κάτι που γλιστράει από τη μια γενιά στην επόμενη. Καταλαβαίνετε πως όταν το κειμήλιο αυτό είναι ένας χάρτης τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σοβαρά. Σε συμβολικό επίπεδο μιλάμε για μια διαδρομή, μια πορεία με σταθμούς και σταυροδρόμια, μια αφετηρία κι έναν προορισμό. Για πολλές εναλλακτικές αφετηρίες και πολλούς εναλλακτικούς προορισμούς. Στον απλωμένο χάρτη βλέπει κανείς καθαρά το όριο της θάλασσας, τη γραμμή πού ξεκινάει ή πού τελειώνει. Ένα τέλος ή μια αρχή. Όπως το δεις. Εμπόδιο ή ελευθερία. Ακόμη, ο χάρτης μάς δείχνει την κατεύθυνση του Βορρά, τον δρόμο του Πολικού Αστέρα.
Προσφέροντας τον χάρτη του Ενετού στην εγγονή της την παραμονή του ταξιδιού της, η Βενέτα ολοκλήρωσε την παρουσία της και οπισθοχωρεί, όπως είδατε στο βιβλίο, στο υποφωτισμένο παρασκήνιο. Το έκανε με αγάπη και από αγάπη. Με τον τρόπο που άλλοι πιστεύουν ότι ένα σταυρουδάκι προσφέρει βέβαιη προστασία, η ηλικιωμένη γυναίκα πίστευε ότι ο χάρτης και ο Ενετός πρόγονος όπως έσωσαν εκείνη, έτσι θα έσωζαν και την εγγονή της. Στη νεότητά της, όταν κινδύνεψε, έζησε μια συναρπαστική εμπειρία χάρη στον προγονικό χάρτη, κι έβλεπε πως ήρθε η ώρα να επαναληφθεί η ιστορία. Είναι ο κύκλος που σας έλεγα πριν κι ότι η ζωή της μιας Βενετίας ακουμπάει στη ζωή της άλλης.
6. Στο νέο σας μυθιστόρημα είδα ότι επιστρέψατε πάλι στην Ιθάκη.
Την ξανάγγιξα και την μύρισα, δεν επέστρεψα. Καμιά μου ηρωίδα δεν πατάει την Ιθάκη. Όλες την έβλεπαν από μακριά, από την απέναντι ακτή της Κεφαλονιάς. Η θέση Καραβόμυλος γι’ αυτό επιλέχτηκε, επειδή ακριβώς είναι απέναντι από το όρος Αετός της Ιθάκης όπου, κατά τον Σλήμαν, βρισκόταν το ανάκτορο του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Αυτό, από μόνο του, είναι ένα εξαιρετικό ξεκίνημα για μια όμορφη ιστορία κι αυτό επιχείρησα να κάνω στο «Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας». Ήθελα οι ήρωες του μυθιστορήματος να αντικρίζουν τον Ιδανικό Προορισμό του ανθρώπου κάθε πρωί με το που άνοιγαν το παράθυρό τους.
7. Μια τελευταία ερώτηση: Η γραφή σας στη 2η ενότητα διαφέρει αισθητά. Στην ουσία πρόκειται για άλλο ύφος. Το κάνατε έτσι επειδή ολόκληρη αυτή η ενότητα αποτελεί μια αναδρομή στο παρελθόν, ένα φλας-μπακ που λέμε, ή υπάρχει κάποιος άλλος λόγος;
Ξεκίνησε από αυτό που λέτε. Ολόκληρη η 2η ενότητα μάς μεταφέρει σε προγενέστερο χρόνο και ήθελα να τη διαφοροποιήσω από το σύγχρονο του υπόλοιπου μυθιστορήματος. Έτσι ξεκίνησε αλλά δεν τελείωσε έτσι. Το περιεχόμενο της ενότητας αυτής, τόσο δηλαδή η ιστορία της Βενέτας με τη δραματική φυγή της και την ακόμη δραματικότερη αιτία της φυγής της όσο και η παραμυθένια ιστορία του Ενετού χαρτογράφου του 18ου αιώνα, μου έδωσαν την χρυσή ευκαιρία να γράψω με έναν τρόπο που λαχταρούσα καιρό να κάνω και εδώ, ως ύφος, ταίριαζε περίφημα. Αυτό το χαλαρά ψιλοσουρεαλιστικό που έχει, το πάντρεμα του φανταστικού με το ρεαλιστικό το έχουμε αγαπήσει στην λατινοαμερικάνικη πεζογραφία και ο Έλληνας αναγνώστης, θεωρώ, είναι εξοικειωμένος, πρόθυμος να το δεχτεί και να το χαρεί. Μου βγήκε αγόγγυστα, μου έκανε εντύπωση πόσο φυσιολογικά προέκυψε. Νομίζω πως με βοήθησε η ευκολία μου να κάνω συνειρμούς, η άνεση με την οποία μπορώ και πετάγομαι από εδώ εκεί βλέποντας μια συγγένεια. Στην περίπτωση αυτή, της 2ης ενότητας που αναφέρεστε, τάχα μου βλέποντας μια συγγένεια. Δεν υπάρχει πάντα φανερή σύνδεση. Το χάρηκα πολύ, το διασκέδασα αφάνταστα και έχω την αίσθηση πως στο μέλλον, όταν άμα και αφού έχω κάτι που να του ταιριάζει τόσο πολύ, θα το ξανακάνω. Μεταξύ μας είμαι βέβαιη πως θα το ξανακάνω!
Τετάρτη 25 Απριλίου 2012
Σάββατο 31 Μαρτίου 2012
Μια κουβέντα με τη "Θάλασσα"
Κοιταχτήκαμε με το πρώτο αντίτυπο. Το κρατούσα στα χέρια μου. Μόλις είχα παραλάβει από τον εκδοτικό οίκο την «Θάλασσα». Έτσι λέω χαϊδευτικά, στο σπίτι, το Ακολουθώντας τη γραμμή της θάλασσας. «Πώς ένα τόσο όμορφο βιβλίο βγήκε με τέτοια γλώσσα;», απόρησα εγώ η ίδια που το έγραψα! Σκέφτηκα, λίγο κάπως βεβαιώθηκα, πως ήταν ένα βιβλίο με προσωπικότητα και βαθιά μέσα μου χάρηκα. Έξω, στην επιφάνεια, αναστέναξα με τον θεατρικό τρόπο της Ρέας στο βιβλίο.
Η «Θάλασσα» το πρόσεξε και γέλασε.
«Πρόσεξε καλά», το απείλησα, «γιατί η Δευτέρα δεν ήρθε ακόμα! Ξέρεις πολύ καλά πως αν τα 7.000 αντίτυπα που περιμένουν έτοιμα στις αποθήκες δεν μοιραστούν στα βιβλιοπωλεία, δεν θα φτάσεις στα χέρια των αναγνωστών σου και δεν θα αποκτήσεις φίλους. Μόνο σου θα μείνεις! Σαν καλαμιά στον κάμπο! Να μην με λένε Νοέλ!»
«Αχά!», είπε το βιβλίο και ανακάθισε (!). «Κάτσε μια στιγμή να τα μετρήσω: Μοναξιά, απειλή, αντιπαράθεση, ανεκπλήρωτη επιθυμία, χιουμοράκι. Συμπεριφέρεσαι όπως οι ήρωές σου, το ξέρεις;»
Δάγκασα τη γλώσσα μου. Όπως η Βενετία, η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου.
«Όλα αυτά μου είναι γνωστά», συνέχισε ατάραχο, απαθές σαν τον Αποστόλη, τον άντρα της Ρέας. «Ξεχνάς σε ποιον μιλάς; Στο βιβλίο σου! Εγώ ξέρω έως και τι θα γίνει στο τέλος που δεν το λες πουθενά και σε κανέναν.» Γέλασε σχεδόν με αναίδεια. Μια κλίμακα, ένα σκαλάκι παρακάτω από ατόφια αναίδεια. «Ξέρω ‘γω το τέλος, ξέρω ‘γω το τέλος», κορόιδεψε τραγουδιστά.
Δεν του απάντησα. Μόνο αναστέναξα ξανά, τούτη τη φορά όπως η Μπέμπα, μια άλλη ηρωίδα της «Θάλασσας», αυτή που έχει παραδώσει τα όπλα κι αρνείται να το παλέψει έστω λιγάκι.
«Σε λίγο», επανήλθε το βιβλίο δριμύτερο, «να δεις που θα μου αναφέρεις τον Ερρίκο Σλήμαν και τη γυναίκα του! Θα αρχίσεις να μιλάς για αγάπη και την «αγάπη κατά καθήκον» της Σοφίας Σλήμαν. Κόβω το κεφάλι μου!»
Πόσο καλά με ήξερε!
«Τόσο πια πολύ δεν έφυγες από μένα! Για κοίτα παρακάτω την προηγούμενη ανάρτησή σου κι αυτά που έγραφες, πως αναρωτιόσουν πότε τελειώνει ένα βιβλίο; Τι λες τώρα;»
«Βρε χαζό,», μαλάκωσα, «εσένα θα σε πάω και στο Φέισμπουκ! Τώρα έχουμε Φέισμπουκ! Ξεχνάς;»
Το βιβλίο έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και με κοίταξε με πλάγιο βλέμμα.
«Τι με κοιτάς έτσι;» ρώτησα.
«Σκέφτομαι! …Αναρωτιέμαι με ποια ηρωίδα μου μοιάζεις περισσότερο. Με την Ρέα, με τη Βενετία ή με την γιαγιά της τη Βενέτα; Μήπως με τη Μπέμπα ή μήπως, Θεούλη μου, μοιάζεις στην Ζαμπία; Σαν τον μίμο κοπιάρεις τις ομιλίες τους και με μπερδεύεις!»
«Έλα, αγάπη μου. Κάτσε λίγο φρόνιμο. Κάνε υπομονή. Τη Δευτέρα θα βγεις!»