Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Μικρά κείμενα ψάχνουν θέσεις εργασίας.

Υπάρχουν κάποια κομμάτια από τον εαυτό μας που, όσο εξωστρεφής ή παρορμητικός κι αν είσαι, δυσκολεύεσαι να τα βγάλεις ακόμα κι όταν είναι η ώρα τους να βγουν. Κάπως έτσι την έπαθα κι εγώ. Ακούγοντας και διαβάζοντας όλα αυτά τα πολλά και πικρά επίκαιρα για την ανεργία που ακούτε και διαβάζετε κι εσείς, για εργαζόμενους που έχασαν τη δουλειά τους ή που απειλείται η θέση τους και σε αυτούς ασφαλώς συμπεριλαμβάνω τους νέους στο αγωνιώδες κυνήγι τους για την πρώτη τους εργασία, δεν έπαψα να σκέφτομαι ότι μου λείπει σε όλα αυτά το ανθρώπινο πρόσωπο της ανεργίας. Το πρόσωπο ...του κόσμου.

Ως τώρα, θαρρώ, έχουν ειπωθεί πολλά για τους ανέργους, αλλά ...πολύ λίγα γι’ αυτούς. Η ανεργία έχει πολλά πρόσωπα όμως, αν συμφωνείτε κι εσείς, έχει παραμεληθεί ένα: το ανθρώπινο. Όταν ο άνθρωπος γίνεται κωδικός σε ταμεία ανεργίας και ποσοστό σε στατιστικές, το ουσιώδες απουσιάζει, δεν νομίζετε;

Εργαζόμενη παλιότερα στη Διαφήμιση, σε επαγγελματικό κλάδο με τις μεγαλύτερες μαζικές μετακινήσεις στελεχών, ...τακτικά δεν ήμουν εργαζόμενη. Άνεργη μόνη μ’ ένα γάτο, άνεργη παντρεμένη, άνεργη μητέρα, χωρίς δουλειά για λίγο και για πολύ διάστημα, ναι, νομίζω ότι μπορώ να πω, με σοβαρότητα και ειλικρίνεια, ότι έχω καλή κακή πείρα.

Έτσι, ετοίμασα 92 mini κείμενα, επιφυλλίδες είναι ο όρος που τους ταιριάζει, όλα εντός του θέματος μα που έχουνε γραφτεί από μέσα προς τα έξω. Σαν γυρισμένη κάλτσα. Προσεγγίζουν, ή επιχειρούν να προσεγγίσουν τέλος πάντων, το θέμα της ανεργίας από την άλλη όψη. Από την μέσα όψη. Την ανθρώπινη. Καταδεικνύουν, σε όποιον ενδιαφέρεται, την εσωτερική πλευρά του προβλήματος. Το κομμάτι της φωτογραφίας της ανεργίας που λείπει.

Επιστράτευσα την λογοτεχνκή γραφή ως Εθελόντρια. Επειδή μπορεί και προσεγγίζει την ψυχή χωρίς να την πληγώνει. Ζητώ συγνώμη αν τυχόν δείξει παράταιρη η λογοτεχνική γραφή, αλλά δεν ξέρω άλλη...

(Εξάλλου, είμαι της γνώμης ότι η Λογοτεχνία δεν είναι ξένη.)

Αναρωτιόμουν, κι ίσως ακόμη κατά βάθος να το αναρωτιέμαι, τι μπορούν να προσφέρουν τα κείμενά μου αυτά. Δεν είμαι διστακτικός άνθρωπος, όμως τα εμπόδιζα να κυκλοφορήσουν έξω από το συρτάρι μου. Το θέμα της ανεργίας δεν είναι ένα αγαπητό θέμα στον κόσμο, πώς θα μπορούσε άλλωστε. Επιπλέον, τα κείμενα αυτά έχουν πράγματα μειλίχια δικά μου που ποτέ κανείς δεν είναι απόλυτα βέβαιος πως ήρθε η ώρα να βγουν στο φως.

Το αναρωτιόμουν ως τη μέρα που συνέπεσε να ακούσω από τρία στόματα τον ίδιο καλό λόγο. Της συμμετοχής. Η γλυκιά πρόθεση –συν. Συμμετέχω, συμπάσχω, συνεργασία, συναδελφικότητα... Μόνο με την κοινωνία δεν ταιριάζει καλά, εκεί γίνεται συγκοινωνία.

Αν αυτοί οι τρεις φίλοι με πείσαν ή αφέθηκα να πειστώ και λέω τώρα σαχλαμάρες, ελάχιστη σημασία έχει πια γιατί έχει γίνει, τα 92 κείμενά μου για την ανεργία με την σειρά ξεκίνησαν να βγαίνουν, ένα ένα σαν ροή παραγωγής μιας μηχανής που εργάζεται, και κυκλοφορούν ελεύθερα ...όπου τους βγάλει ο δρόμος τους: σε ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, σε μπλογκς, σε έντυπα... Κυρίως όμως κυκλοφορούν στα μέρη όπου μπορούν να πιάσουν αμέσως δουλειά: στο εργοτάξιο του νου και της καρδιάς.

Εάν ο δρόμος τους τα φέρει ως εσάς, παρακαλώ σπρώξτε τα στους φίλους σας. Να συνεχίσουν τον δρόμο τους στο δικό σας οδικό δίκτυο. (Εδώ του ταιριάζει που η κοινωνία γίνεται συγκοινωνία.) Για την συμμετοχή χρειάζονται δύο και περισσότεροι. Σίγουρα, πάντως, ακόμα ένας!


Σταδιακά, μπορείτε να τα βρίσκετε στις «Απόψεις» στην ιστοσελίδα του ΣΚΑΙ (http://www.σκαι.gr/ / Απόψεις ), στο μπλογκ http://nextok.blogspot.com/ της δημοσιογράφου Θεοδοσίας Κοντζόγλου και φυσικά εδώ στο μπλογκ μου. Και σε επιλεγμένα σημεία σε όλη την Ελλάδα!

Την αρχή έκανε το κείμενο "Όταν το επαγγελματικό κοστούμι κρεμιέται στην ντουλάπα". http://www.skai.gr/news/opinions/article/156899/otan-to-epaggelmatiko-kostoymi-kremietai-sti-doylapa-/ Και στο nextok.

Ακολουθεί, σαν αντίο για σήμερα, ένα επόμενο κείμενο ως τούτη την στιγμή άβγαλτο και ακυκλοφόρητο. Το αφήνω σε καλά χέρια. Τα δικά σας!




Ζητείται Υπέρβαση

Κουδουνίζεις σε μια χιονόμπαλα που κατηφορίζει την πλαγιά. Μετράς ανάποδα το ύψωμα κουδουνίζοντας «να βρω δουλειά – να βρω δουλειά – να βρω δουλειά». Κάπου κάποια στιγμή θα τερματίσεις. Στο «να», στο «βρω» ή στο «δουλειά». Θα αφουγκραστείς την ησυχία, θα αισθανθείς ασφαλής μέσ’ στην σιωπή και θα ξεμυτίσεις από την χιονόμπαλα στην αρχή δειλά ένα πόδι να ψαχουλέψει τον αέρα. Με αποστολή να διαπιστώσει εάν το περιβάλλον, κάτω εκεί στα χαμηλά, είναι αρκετά φιλικό, απαλό και πουπουλένιο. Για να υποδεχθεί έναν άνθρωπο όπως εσύ ταλαιπωρημένο από το πολύ «να βρω δουλειά», ξεπαγιασμένο από το χιόνι και ζαλισμένο από την κατρακύλα στην πλαγιά.

Η ανάβαση θα σε οδηγήσει στον Μύθο του Σίσυφου. Θα ανεβαίνεις, θα κατρακυλάς, θα ξανανηφορίζεις. Κουβαλώντας κάθε φορά στην πλάτη κι άλλα, νέα κούτσουρα και προσανάμματα: την παλιά σου τόλμη, τη δύναμη μιας πατημασιάς σου από περασμένη διαδρομή που σκόνταψε το πόδι σου στο χνάρι της, μια χειρόγραφη καρδούλα από νεανικό σου έρωτα, το κολιέ από πευκοβελόνες που ξεράθηκε αναμένοντας τον πιο λεπτό κοριτσίστικο λαιμό που ξέφυγε τρέχοντας να πάει να παίξει κουτσό, το φωτοτυπικό χαρτί που ανέχτηκε όλον εκείνον τον θυμό σου.

Όσο ο Σίσυφος σε παρακολουθεί στρίβοντας τσιγάρο, ψάχνεις τις τσέπες σου για άκαιρες επαγγελματικές σου κάρτες που πιστοποιούν μεγαλεία και αξιώματα. Τις ρίχνεις στην στοίβα με τα προσανάμματα και ξαναπαίρνεις την κατηφόρα κουδουνίζοντας.

Η Υπέρβαση δεν είναι Μύθος. Είναι ιστορικό ζητούμενο. Ο Σίσυφος χιλιάδες μυθικά χρόνια ανεβοκατεβαίνει. Επιτέλους ήρθες εσύ, μια ιστορική εποχή χωρίς δουλειά, να του κρατάς παρέα γεμάτος από ιστορίες επαγγελματικής ζωής και άλλες χαριτωμένες διηγήσεις με ηθικά διδάγματα. Ξεφυλλίζοντας τα διδάγματα, παίρνει αέρα το ήθος. «Λόγια του αέρα» σου λέει -ή δεν σου λέει;- ο Σίσυφος και σου παραγγέλνει με το άλλο δρομολόγιο σπίρτα. Στην κορυφή, έτοιμος για το τελευταίο κουδουνάτο κατρακύλισμα, ξέρεις πού ανήκεις.

Ανάβαση. Δεν είναι αρκετή για να φτάσεις πάνω. Υπέρβαση. Να ξεπεράσεις την κορυφή ώστε να φτάσεις στην κορυφή. Θα ξεπεράσεις την κορυφή και θα φτάσεις στην κορυφή. Στα πηγαινέλα σου κάπου στη διαδρομή έχασες ευτυχώς το Μέτρο. Το ανθρώπινο Μέτρο σου. Σου έπεσε από την τσέπη αλλά σκαλίζοντας μήπως το βρεις, στην ξηλωμένη φόδρα ξετρύπωσες το Υπέρ. Χωρίς το Μέτρο σου αδυνατείς να μετρήσεις πλέον την ανθρώπινη κορυφή σου, ξέφυγες. Σταμάτησες να μετράς την πλαγιά με κουδουνίσματα. Ανεβαίνεις υπερβαίνοντας τα όριά σου.

Τούτη τη φορά κουβαλάς στην πλάτη πάνω μαζί σου την Αυτοεκτίμησή σου, που την ανακάλυψες να κοιμάται κλαμένη από την εγκατάλειψή σου, και την Ελπίδα, που την ελευθέρωσες φυλακισμένη από την σκιά σου. «Σου ‘φερα και τα σπίρτα που μου ζήτησες, Σύφη (Σίσυφε)» του λες αλλά αυτός έχει πάρει φωτιά από την Ελπίδα, δεν έχει μάτια πια παρά μόνο για την Ελπίδα. «Άσ’ την κάτω, είναι δικιά μου» του λες έτοιμος να παλέψεις για την Ελπίδα σου. Η Ελπίδα, το κατάλαβες από το βάρος της, κυοφορεί ήδη το Μέλλον σου. Εδώ ψηλά, στην κορυφή, θα κάνει καλό στο βρέφος ο καθαρός αέρας, σκέφτεσαι όσο ανάβεις την πυρά να ζεστάνεις την καλή σου.

Σκέψη στο περιθώριο
Υπέρβαση (η) ουσ. [< υπερβαίνω] η πράξη του υπερβαίνω, διάβαση πάνω από κάτι /(μτφ.) ενέργεια πέρα από τα επιτρεπόμενα όρια. Υπερβατικός, -ή, -ό επιθ. / (φιλοσ.) ο σχετικός με τον υπεραισθητό κόσμο, που ξεπερνά την εμπειρία των αισθήσεων και είναι προσιτός μόνο με τη νόηση ή τη διαίσθηση. (Ελληνικό Λεξικό, Τεγόπουλος – Φυτράκης).
Νοέλ Μπάξερ

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Ένα πλοίο της δραχμής τι με έμαθε... (Με αφορμή μια βιβλιοπαρουσίαση)


Όταν ήμουν μικρή και πηγαίναμε στη θάλασσα στην Καβάλα, μου άρεσε να κάθομαι στην άμμο και να παρατηρώ τον μεγαλύτερο αδελφό μου τι έκανε με το πλοίο του. Ήταν ένα πλαστικό παιδικό πλοιαράκι με επίπεδη καρίνα και χωρίς κατάρτι, τίποτα ιδιαίτερο αν εξαιρέσει κανείς ότι είχε πολλά χρώματα η πλαστικούρα του. Δεν ήταν και κανένα σπουδαίο πλοίο δηλαδή. Αλλά ήταν αγορίστικο, ήταν μεγαλίστικο, ήταν του αδελφού μου, ήταν απαγορευμένο σε μένα αφού δεν ήταν δικό μου παιχνίδι, ήταν επομένως ποθητό!
Καθόμουν, λοιπόν, στην άκρη και με ενδιαφέρον παρακολουθούσα τον αδελφό μου που έσπρωχνε το πλοίο του μαλακά για να μην σηκώσει κυματάκι και μπάσει νερά και βυθιστεί. Τον έβλεπα επίσης πώς το παρακολουθούσε κι αυτός να φεύγει στο νερό και η κίνηση της θάλασσας να το ταξιδεύει προς την παραλία έξω ...όπου βρισκόμουν εγώ, πανέτοιμη να βάλω το χεράκι μου στο παιχνίδι του αδελφού μου. Πεταγόμουν να το πιάσω πριν το αναποδογυρίσει το τελευταίο κύμα, να το σώσω! Να του το σώσω για να καταλάβει ότι είμαι σημαντική βοηθός κι επιτέλους να με παίξει κι εμένα. Έτρεχα, λοιπόν, και με μεγάλη προθυμία το ξαναέσπρωχνα μέσα προς τον αδελφό μου ...με ολέθρια αποτελέσματα. Ίσως τότε να πρωτοέμαθα πως είναι δύσκολο, και επικίνδυνο, να πηγαίνεις κόντρα στο κύμα...

Δυο παιδιά ήμασταν που μας μάθαινε ένα πλοίο της δραχμής τη μαγεία του ταξιδιού στη θάλασσα. Και τους κινδύνους. Μεγαλώνοντας εμείς, τα παιχνίδια τούτα με το νερό μεγάλωσαν κι αυτά. Εξελίχθηκαν. Έγιναν φλούδες από πεύκα που τις δουλεύαμε με το σουγιαδάκι και τις μετατρέπαμε σε σκάφη. Σε κάποια κιόλας βάζαμε ιστία με πανάκια. Γενικά, ό,τι επέπλεε, μας έκανε. Η μάσκα για τη θάλασσα, να ξέρετε, επιπλέει ωραιότατα, είναι ασφαλέστατο καράβι. Ένα πέταλο από τριαντάφυλλο επίσης επιπλέει για κάμποση ώρα κι ας του βάλεις ένα κοχύλι επιβάτη. Το καλύτερο πλωτό μέσον, όμως, είναι τα «καπάκια» από τα βελανίδια. Αβύθιστα ακόμα και σε τρικυμία. Παραμένουν το αγαπημένο μου από τότε που ήμουν παιδί.

Από την χρόνια πρακτική εξάσκηση ναυπηγικής και ναυσιπλοΐας (πρέπει να σας πω ότι ποτέ δεν υπήρξα καλή εκπαιδευόμενη σε αντίθεση με τον αδελφό μου και τα άλλα παιδιά που έγιναν εξπέρ) κράτησα μία εικόνα: την εικόνα της θάλασσας με το πάσο της να μεταφέρει κάτι που της ακουμπάς μαλακά, σου το δείχνει πως δεν χρειάζεται βία. Το ότι αυτό πηγαίνει όπου η θάλασσα το πάει χωρίς αντίδραση, χωρίς τσαγανό, χωρίς πείσμα μού προξενούσε και συνεχίζει να μου προξενεί μεγάλη εντύπωση. Φέρνω «πάνω» την εικόνα του παιδικού πλοίου του αδελφού μου σαν ένα χρήσιμο μάθημα όποτε με αντίδραση, με τσαγανό και με πείσμα μού βγαίνει να εναντιώνομαι να αφήσω να με πάνε...

Αυτές οι σκέψεις μού ήρθαν χθες όσο καθόμουν σιωπηλή κι άπραγη κατά την παρουσίαση του Επισκέπτη του Ονείρου της Ελένης Κ. Τσαμαδού, αφού είπα αυτά που είχα να πω. Η ευχή που άκουσα ...θαρρώ εκατοντάδες φορές χθες, να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο, μου έφερε στο μυαλό την μελωμένη εικόνα του παιδικού πλοίου του αδελφού μου. Με τον μαγικό τρόπο που συμβαίνει, βρέθηκα πίσω ξανά στην θάλασσα με τον αδελφό μου και άλλους παιδικούς φίλους, όλα μας με μωβ χείλια ξεπαγιασμένα τόσην ώρα μέσα στο νερό, να παρακολουθούμε το πλοίο μας να το πηγαίνει η θάλασσα μακριά μας. Πολύς ο κόσμος χθες στον Ιανό. Όλοι μαζί παρακολουθήσαμε το νέο «πλοίο» της Έλεν να ξεκινάει το ταξίδι του, για καλή του τύχη, σε μια θάλασσα «λάδι». Με μία πνοή κινήθηκε το πλοίο, δεν είχε ανάγκη από ανθρώπινο χέρι.

Από χθες, λοιπόν, πλέει το βιβλίο μακριά, πέρα από την Έλεν. Ταξιδεύει στο αναγνωστικό κοινό που σαν τη θάλασσα είναι απέραντο. Πολύ περισσότερο από «όσο φθάνει το μάτι κι ακόμα παραπέρα». Κάθε καινούργιος αναγνώστης του Επισκέπτη του Ονείρου σαν νέο κύμα ωθεί το βιβλίο λίγο πιο πέρα, ακόμα περισσότερο «στα ανοιχτά». Από εδώ, από την τότε αμμουδιά της Καβάλας, απ’ όπου δεν ξέρω αν έφυγα ποτέ, εύχομαι στη φίλη μου το «πλοίο» της να είναι καλοτάξιδο και πολυτάξιδο. Να της επιστρέψει σοφό φέρνοντάς της φιλιά, θερμούς χαιρετισμούς και πεσκέσια από πολλά λιμάνια-αναγνώστες!
ΥΓ. (Σε συνέχεια του προηγούμενου θέματος) Ναι, μετά την παρουσίαση μείναμε "για ένα ποτηράκι κρασί".

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Προετοιμάζοντας μια παρουσίαση. (Ακόμη ένα ποτηράκι!)


Προετοιμάζοντας μια παρουσίαση βιβλίου.
Μοιάζει να είναι απλό. Έτσι δείχνει. Μια βιβλιοπαρουσίαση φαίνεται εύκολη υπόθεση. Έλα όμως που δεν είναι! Θα σας πω αμέσως μερικούς λόγους για να με νιώσετε:

Πρώτον, δεν μπορείς να πεις όλο το βιβλίο σε μισή ωρίτσα. Όσοι το επιχείρησαν, απέτυχαν οικτρά. Κατέστρεψαν την μαγεία της ανάγνωσης κι έκαναν το κοινό από κάτω να χασμουριέται. Αναγκαστικά καλείσαι να κάνεις αυστηρότατη επιλογή εστιάζοντας σε ένα-δυο πράγματα από το έργο που όμως εσύ, ο νους που το δημιούργησε, το κατέχεις ως ενιαίο σύνολο. Είναι επομένως πολύ δύσκολο να το κόψεις σε κομμάτια σαν πασταφλόρα και να επιλέξεις ένα κομμάτι σε βάρος των υπολοίπων που νοστιμίζεσαι εξίσου.
Σ’ αυτό το στάδιο, δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, πάντως εγώ έχω καταναλώσει ήδη τα δυο πρώτα ποτηράκια κρασί για να αντιμετωπίσω την κατάσταση. Ο τεμαχισμός έχει μια βιαιότητα. Επιπλέον, η επιλογή χωρίζει τα περιστατικά του βιβλίου και τους ήρωες σε επιτυχόντες και μη. Νιώθω άσχημα για τους ήρωες και τα ωραία περιστατικά που μένουν έξω. Και ενοχή νιώθω, επειδή τα άφησα εγώ, αν και καμαρώνω γι’ αυτά και μέλημά μου είναι να τα προστατεύω. Αυτά τα λυπημένα συναισθήματα δεν είναι καλός λόγος για να ξαναγεμίσει το ποτηράκι;
Όσο το κάνω, από τη φυσική μου διάθεση να τους έχω όλους ευχαριστημένους, υπόσχομαι ότι στην επόμενη βιβλιοπαρουσίαση του ίδιου βιβλίου θα δείξω άλλα μέρη κι άλλα αποσπάσματα. Τηρώ την υπόσχεσή μου, αυξάνοντας τον όγκο της δουλειάς κατακόρυφα. Κάθε φορά, σχεδόν φτου κι απ’ την αρχή.

Η επιλογή του τι θα πεις και τι θα αφήσεις, είτε σαν θεματικές ενότητες είτε σαν αποσπάσματα είτε ό,τι άλλο, θέλει πολλή σκέψη κι ένα μάτσο χαρτιά γιατί μάλλον θα χαλάσεις πολλά στο σβήνε-γράφε. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος πέραν πάσης αμφιβολίας ότι επέλεξες σωστά κι ότι δεν έκλεψες από τον αναγνώστη σου την χαρά του να ανακαλύψει τα καλά του βιβλίου χωρίς να τον προϊδεάσεις σαν δασκαλίτσα. Εκεί υπεισέρχεται και ο άλλος μπελάς: το πόσο μακριά θα φθάσεις στην διήγηση της πλοκής ώστε να μην χαλάσεις το σασπένς και τη γοητεία του ταξιδιού του αναγνώστη... Πόσο μακριά θα τον πας τον αναγνώστη μέσα στο βιβλίο;
Εμ έλα ντε! Το αποφασίζεις ξαναγεμίζοντας το ποτήρι σου...

Μόνο έναν τρόπο έχω βρει ως τώρα και θα τον μοιραστώ μαζί σας: Την ώρα που προετοιμάζω την βιβλιοπαρουσίαση κοιτάω να έχω νοερά τον αναγνώστη μαζί μου και σε συνεργασία, υποτίθεται, να κάνουμε τη δουλειά. Αυτός να μου λέει (!!) τι θα περίμενε να γνωρίσει από το βιβλίο ...αν το είχε διαβάσει. (Εννοείται ότι αυτό δεν επιτυγχάνεται εύκολα αν δεν έχουν καταναλωθεί πριν τα ποτηράκια που είπαμε.)
Εκ δεξιών σου κάθεται ο υποψήφιος αναγνώστης και αριστερά σου έχεις τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου, ο οποίος, σαφέστατα, έχει κι αυτός άποψη. Κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα, μια που αυτή η υπόθεση τον αφορά άμεσα. Όσο αυτοί οι δύο (αναγνώστης/ήρωας) επιχειρηματολογούν ή κάποιες φορές κιόλας διαπληκτίζονται, περιμένεις υπομονετικά να καταλαγιάσει η διαμάχη και να δεις πού θα γείρει η πλάστιγγα. Φυσικά, πίνοντας ένα ποτηράκι...

Εάν υπάρχει κεντρικός ήρωας κι όχι ένα μπούγιο από ήρωες, φαινομενικά τα πράγματα είναι πιο εύκολα: έχεις μ’ έναν να ασχοληθείς. Τι γίνεται όμως αν αυτός ο ένας είναι, παράδειγμα, σαν την Σουλτάνα Καπαγιαννίδου του «Τη Νύχτα Που Γύρισε ο Χρόνος», δηλαδή μια πολύπλοκη προσωπικότητα με δική της οπτική; Τότε σκούρα τα πράγματα!
Δεν είναι, βέβαια, μόνο οι ήρωες που σου βάζουν ένα σωρό δυσκολίες όταν πας να μιλήσεις γι’ αυτούς. Γιγαντιαία δυσκολία βρίσκω στο να παρουσιάσει κανείς την τεχνική της γραφής ενός βιβλίου. Ένα καλό παράδειγμα, οι τρεις χρόνοι του «Τη Νύχτα Που Γύρισε Ο Χρόνος» (το απόλυτο τώρα, το σύγχρονο και το παρελθόν) που προσπαθούσα κατά τη γραφή να τους πλέξω σαν την καλοκαμωμένη πλεξούδα της γιαγιάς (ειλικρινά αυτό είχα στο μυαλό μου), ...πώς το λες αυτό σε μια παρουσίαση; Θα νομίζουν ότι όταν ετοίμαζες την παρουσίαση τα είχες τσούξει!

Προετοιμάζοντας την άφιξη του Επισκέπτη του Ονείρου.
Η ευθύνη, πιστέψτε με, είναι μεγαλύτερη όταν αναλαμβάνεις να παρουσιάσεις το βιβλίο άλλου συγγραφέα. Νιώθεις όπως ο γονιός που του έχουν αναθέσει να προσέχει το παιδί κάποιου άλλου, οπότε είσαι διπλά και τρίδιπλα προσεκτικός.

Αν δεν θέλεις, όπως εγώ δεν θέλω, να ακολουθήσεις τον κλασικό δρόμο βιβλιοπαρουσίασης «αναφορά λίγο στην πλοκή και τι είπε το βιβλίο σε μένα», που μεταξύ μας κανέναν δεν νομίζω ότι ενδιαφέρει τι είπε ένα βιβλίο σε μένα, αφήστε που αυτό ακυρώνει την αρχή ότι ο κάθε αναγνώστης βάζει τον εαυτό του στο βιβλίο, (δέκα αναγνώστες αν σου μιλήσουν για ένα βιβλίο, δέκα διαφορετικές ματιές θα βρεις, αυτό είναι το καλό), τότε εκ των πραγμάτων θα πρέπει να περιηγηθείς ψάχνοντας να βρεις μια στρωτή οδό που δεν την ξέρει ο πολύς ο κόσμος.
Δεν σου κάνει κόπο! Είναι διασκέδαση το να ανακαλύπτεις δρόμους. Έτσι τουλάχιστον το βλέπω, γι’ αυτό και δεν κουράζομαι εύκολα! Άμα, μάλιστα, έχεις καλή παρέα τον συγγραφέα του βιβλίου, η πορεία γίνεται ακόμα πιο ευχάριστη, ξεχνιέσαι και πας ακόμα πιο μακριά. Νομίζω ότι έτσι κι αλλιώς είναι καθοριστικό για το καλό αποτέλεσμα, σε ό,τιδήποτε, να υπάρχει πολύ ή λίγο η προσωπική ευχαρίστηση. Δεν βρίσκετε;

Ο Επισκέπτης του Ονείρου είναι το νέο μυθιστόρημα της Ελένης Κ. Τσαμαδού. Την Ελένη την εκτιμώ και σαν συγγραφέα και σαν άνθρωπο. Γνωριστήκαμε στον «Ψυχογιό» και κολλήσαμε. Με τον Επισκέπτη της συμβαίνει ό,τι ισχύει με τους φίλους όταν βλέπεις ένα παιδί τους χαρισματικό και τσακίζεσαι να το υποστηρίξεις. Απόλαυσα το βιβλίο, προσωπικά είδα τα χαρίσματά του και με μεγάλη μου χαρά θα βγάλουμε στο φως μερικά (!) στον Ιανό της Αθήνας στις 20 Οκτωβρίου, στην πρώτη του παρουσίαση.
Η Τέσυ Μπάιλα, η συγγραφέας και φωτογράφος, μάς αποθανάτισε με την Έλεν την ώρα που επιλέγουμε τα αποσπάσματα που θα απαγγελθούν κατά την παρουσίαση. Προσηλωμένες στη δουλειά μας, δεν πήραμε είδηση! Ευχαριστούμε την Τέσυ για το ενσταντανέ. Το «μια εικόνα χίλιες λέξεις» είναι πέρα για πέρα αληθινό: αν δεν μου είχε στείλει η Τέσυ τη φωτογραφία, δεν θα είχα γράψει σήμερα όλο αυτό το κατεβατό!

Μέχρι την Τετάρτη 20 Οκτωβρίου έχουμε αρκετές ακόμη μέρες μπροστά μας για να δουλέψουμε με την Έλεν πάνω στην παρουσίαση του βιβλίου της και, φυσικά, να περάσουμε καλά. ...Για να σας προλάβω, μια χαρά αφορμή για να πιούμε ένα ποτηράκι!

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Ατενίζοντας το επόμενο βιβλίο μου!



Δεν ξέρω αν συμφωνείτε όλοι, αλλά αυτό ήταν ένα ιδιότροπο καλοκαίρι. Δεν σου επέτρεπε να το πεις «καλοκαιράκι». Δεν είχε την απαραίτητη γλυκύτητα. Ούτε όμως και κύρος είχε ώστε να το πεις ότι ήταν πολύ σπουδαίο, ένα πολύ σπουδαίο καλοκαίρι. Ακόμη, ούτε κάτι ιδιαίτερο να θαυμάσεις επάνω του νομίζω ότι είχε, σε σημείο που να σου βγει από τα βάθη της καρδιάς σου «Να! Αυτό είναι καλοκαίρι!». Ήταν άχαρο και άνοστο σαν ντομάτα θερμοκηπίου.

Προσωπικά δεν θα το βάλω στο συλλεκτικό κουτί με τα αγαπημένα μου. Δεν μ’ αρέσουν τα καλοκαίρια που θέλουν την εσάρπα τους στους ώμους τις θερινές νύχτες που ιδρώνουν ως και οι ανεμιστήρες. Ή το άλλο, που στο καλοκαιρινό σουλάτσο στην παραλία επιμένουν, από το στραβό τους το κεφάλι, να πηγαίνουν κόντρα στον καιρό και στη διάθεση του κόσμου.

Παρ’ όλα αυτά εμείς τουλάχιστον (δεν ξέρω εσείς) πορευτήκαμε μαζί του μια χαρά. Οι τρεις μήνες της συγκατοίκησης υπήρξαν αρμονικοί. Με το «σεις» και με το «σας». (Όταν ξέρεις πως έχεις να κάνεις με ιδιότροπο, φυλάγεσαι!) Μαζέψαμε και φέτος τα κοχύλια μας, όπως κάθε χρόνο πάλι φέραμε πίσω βότσαλα (Θε μου, κι άλλα βότσαλα!) συν όλο αυτό το τζίτζιλο-μίτζιλο που του ταιριάζει η επιγραφή «αναμνήσεις από το καλοκαίρι μας».

Μαζί έφερα μπόλικη «δουλειά για το σπίτι», ένα βουναλάκι από σημειώσεις (μάρτυρας το μπλοκ σημειώσεων που διακρίνεται στη φωτογραφία, ...μεγάλο μπλοκ!), σκέψεις, ιδέες. Την συγκομιδή ενός παραγωγικού καλοκαιριού. Ευτυχώς κάμποση τροφή για να κρατήσω χορτάτο και ευτυχισμένο τον βουλιμικό Χειμώνα που φτάνει από στιγμή σε στιγμή.

Τώρα που το καλοκαίρι έγινε πεταλούδα, έγινε φθινοπωρινό φύλλο, κάτι έγινε, πάντως έφυγε..., ήθελα να ξέρετε πως επέστρεψα στη θέση μου. Από σήμερα εδώ είμαι πάλι και μπορούμε να επικοινωνούμε ξανά. Ήρθα ορεξάτη, με διάθεση να αλλάξω μυαλά σε έναν Χειμώνα που αυτός λέει πως δικαιούται, λόγω εποχής, να είναι γκρίζος και μουρτζούφλης μα εγώ θέλω να τον κάνω λαμπρό!

Εδώ είμαστε!

Σας χαιρετώ (προς το παρόν)
Νοέλ

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Μια γεμάτη μέρα

















Ανάμεσα σε «Ιανό» Θεσσαλονίκης και Γερμανία όπου «πέταξα» προσκεκλημένη από ομογενείς και Ποντίους που διαμένουν εκεί, σφηνώθηκε μία μέρα. Μεγάλη μέρα που χώρεσε πολλά. Γι’ αυτό και αξίζει δική της αναφορά.

"Αγαπητή γεμάτη μέρα,
ωραία 7η Μαΐου 2010,
Συνήθως οι μέρες μου είναι πιο άδειες για να τραβιούνται τα γεγονότα της ημέρας και να τα χορταίνω. Επίσης είναι πιο μοναχικές. Νομίζω ότι χρειάζομαι το χρόνο μου για να αναμασώ αυτά που βλέπω κι ακούω, τα καινούργια που διαβάζω και τις φρέσκες επαφές μου με ανθρώπους που ξέρω ...ή που δεν ξέρω. Καταλαβαίνεις ότι είναι πάρα πολλά όλα αυτά για να μην σταματώ εδώ κι εκεί το καθημερινό τρέξιμο και να στέκομαι ακίνητη για λίγο στη μεριά μου.
Με την συνέργεια της Πόπης, της Ελένης και της Μαριάννας του Τμ. Δημοσίων Σχέσεων του εκδ. οίκου "Ψυχογιός", το αντίθετο κατάφερες εσύ!
8:30 το πρωί της επόμενης μέρας της παρουσίασης στον «Ιανό» ήδη βρισκόμουν στη ραδιοφωνική εκπομπή της Εύης Καρκίτη και συνομιλούσαμε «στον αέρα».
Από εκεί και μετά, δεν σταμάτησα όλη μέρα να τρέχω σε τοπικά Μέσα και τηλεοπτικά κανάλια και να μιλώ για την Σουλτάνα. Μπορεί εσύ να με άκουγες να λέω «α ρε Σουλτάνα τι με έκανες», αλλά ξέρεις πως δεν το εννοούσα! Γνώρισα ενδιαφέροντες ανθρώπους, όπως τον Δημήτρη Μουρατίδη της εκπομπής «Σελιδοδείκτης» στο Πανόραμα TV, το team του πρωινού μαγκαζίνου στο TV 100, την Μάγδα Παπανικολούδη, δημοσιογράφο στο έντυπο «Καρφίτσα», και τον Γρηγόρη Γρηγορά στην Egnatia TV. Είπαμε πολλά και ωραία, έζησα για μια μέρα μια άλλη ζωή, ... τι να τα λέμε, πρέπει να ομολογήσω, αγαπητή μου μέρα, ότι έκανες ό,τι μπορούσες για να γεμίσεις, σαν σακούλι, ως επάνω.
Όταν πήγα το βράδυ να σε κλείσω, δεν έκλεινε το σακούλι, τόσο είχε παραγεμίσει που, αν θυμάσαι, αναγκάστηκα να μείνω ξύπνια ως αργά για να επεξεργαστώ το περιεχόμενό του, ένα μέρος από τα καινούργια «πολλά και ωραία» και να χωρέσουν στο τέλος.
Την επόμενη μέρα που πετούσα έτσι κι αλλιώς στα σύννεφα, κατευθυνόμενη στην Γερμανία, κατάφερες το περίπου ακατόρθωτο, να έχω ανοιγμένο μπροστά μου ένα καλό βιβλίο και να μην διαβάσω ούτε μια σελίδα σε όλο το ταξίδι!
Αυτό είναι το μόνο για το οποίο δεν θα σου πω ευχαριστώ!"

Με την ευκαιρία, θέλω «κι από εδώ» να ευχαριστήσω τον Θανάση Τσιρταβή, φίλο από τα παλιά μαγικά παιδικά χρόνια της Καβάλας που σήκωσε στη θέση μου το βάρος της ...Σουλτάνας και της «Νύχτας» στην εκδήλωση, που περιελάμβανε και παρουσίαση του βιβλίου, του Συλλόγου Καβαλιωτών στην Αθήνα «Οι Φίλιπποι» που έγινε στην Αθήνα ...την 7η Μαΐου 2010. Είπαμε, ήταν μια γεμάτη μέρα!





Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Στον "Ιανό" στη Θεσσαλονίκη























Σε μια πολύ δύσκολη μέρα, την επομένη του τραγικού γεγονότος στην Τράπεζα MARFIN, τότε που σχεδόν παντού γινόντουσαν πορείες και ο κόσμος διαδήλωνε την οργή του, την Πέμπτη 6 Μαΐου, έτυχε η «Νύχτα» να έρθει στην Θεσσαλονίκη, στο βιβλιοπωλείο «Ιανός». Ήταν μια φορτισμένη συναισθηματικά παρουσίαση βιβλίου για όλους μας, και για μας στο πάνελ και για τον κόσμο που προσήλθε καταφέρνοντας να διασχίσει τις διαδηλώσεις στο Κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ανάμεσα σε αυτούς, η συνάδελφος συγγραφέας Σοφία Βόικου, κι αυτή στις εκδ. Ψυχογιός.

Παρά τις αντίξοες συνθήκες, η βιβλιοπαρουσίαση κύλησε πολύ καλά: Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Σοφία Πακαλίδου έφερε σε πέρας άψογα τον ρόλο της συντονίστριας, επιπλέον του ρόλου της ως ομιλήτριας, η γνωστή συγγραφέας Θεσσαλονικιά Μαίρη Κόντζογλου έπιασε τη «Νύχτα» από τη λογοτεχνική της πλευρά εστιάζοντας σε κεντρικούς χαρακτήρες και κάνοντας μια εκπληκτική σε βάθος ανάλυση, και η ηθοποιός Γιάννα Νικολοπούλου έπαιξε (όχι απλώς απήγγειλε) αποσπάσματα από το βιβλίο δημιουργώντας μια απίστευτη ατμόσφαιρα Κουρουτζού και Πόντου.
Για τη «Νύχτα που γύρισε ο χρόνος» μίλησε και ο κ. Γιώργος Παρχαρίδης, καθηγητής καρδιολογίας Α.Π.Θ. και πρόεδρος της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος ο οποίος χαιρέτησε το βιβλίο, το οποίο, όπως είπε, στην κρίσιμη για τους Ποντίους εποχή που γίνεται διεθνώς προσπάθεια ώστε να αναγνωριστεί ο Ποντιακός Ξεριζωμός ως Γενοκτονία, πολύ επίκαιρα και πετυχημένα φέρνει στον ευρύ κόσμο το ποντιακό ζήτημα μέσα από ένα σύγχρονο μυθιστόρημα.





Ροταριανός Όμιλος Κηφισιάς-Πολιτείας





«Οι αναφορές στην Ιστορία ως πρόσθετη αξία σε μια σύγχρονη μυθιστορία». Αυτό ήταν το θέμα της ομιλίας μου στην πανηγυρική εκδήλωση του Ροταριανού Ομίλου Κηφισιάς-Πολιτείας την Τετάρτη 28 Απριλίου, όπου βρέθηκα προσκεκλημένη από την Πρόεδρο κα Ντόρα Κέμου. Παίρνοντας στοιχεία τόσο από τη «Νύχτα» όσο και από τη «Δρυ», στο κείμενο της ομιλίας ανέπτυξα το προσωπικό μου όραμα για σύγχρονα μυθιστορήματα που πέρα από την τέρψη του αναγνώστη αποσκοπούν και στην σκέψη του.

Ακολουθεί, για όποιον τυχόν ενδιαφέρεται, η σύνοψη της ομιλίας αυτής όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Ρ.Ο. Κηφισιάς-Πολιτείας:

Το σύγχρονο μυθιστόρημα με ιστορικές αναφορές, σε αντίθεση με το ιστορικό μυθιστόρημα που από την αρχή έχει επιλέξει ένα ιστορικό πλαίσιο και σε αυτό εντάσσει μια μυθιστορία (φαντασθείτε ένα κουτί όπου μέσα διεξάγεται η πλοκή του βιβλίου), χρησιμοποιεί υποστηρικτικά τις ιστορικές αναφορές επιδιώκοντας να ντύσουν μία αυτόνομη μυθιστορία δίνοντας ατμόσφαιρα, συναίσθημα, ..Επιχείρημα. Μιλάμε για ένα ευέλικτο λογοτεχνικό έργο στο οποίο δεν έχει ανάγκη ο συγγραφέας να μείνει σε μία ιστορική περίοδο αλλά στολίζει το μυθιστόρημά του με στολίδια ιστορίας, όπως εμείς οι γυναίκες διαλέγουμε εάν και ποιά κοσμήματα θα φορέσουμε σε μια συγκεκριμένη περίσταση. Από την μπιζουτιέρα της Ιστορίας επιλέγει ελεύθερα, συχνά κάνοντας συνδυασμούς με χειροποίητα κοσμήματα που αφορούν την προσωπική του ιστορία.

Ένας ήρωας βιβλίου για να φαίνεται στον αναγνώστη «αληθινός» έχει ανάγκη το παρελθόν του εξίσου όσο ένας άνθρωπος. Δεν βρίσκεται στην σελίδα 1 του βιβλίου ουρανοκατέβατος. Οι αντιδράσεις του ήρωα, αν θέλουμε να είναι λογικές και μη απρόβλεπτες, οφείλουν να είναι κατανοητές από όλους στην ομάδα, όχι μόνο από τον συγγραφέα αλλά και από τον αναγνώστη που αποτελεί το απαραίτητο δεύτερο πόδι που στηρίζει όρθιο ένα βιβλίο.
Έτσι, συχνά ένας «κακός» ήρωας γίνεται συμπαθής στους αναγνώστες επειδή γνωρίζουν το δραματικό του παρελθόν και κατανοούν την συμπεριφορά του. Μέσα από τη γνώση του παρελθόντος του, η μετέπειτα συμπεριφορά του ήρωα γίνεται όχι μόνο αποδεκτή από τον αναγνώστη, αλλά σεβαστή. Έχει αποκτήσει ο ήρωας του βιβλίου τα μυστικά του. Όπως εμείς οι άνθρωποι. Κι αυτός, όπως εμείς, πάνω του έχει ίχνη από τα φωτεινά, μουντά, πένθιμα κι ό,τι άλλο διαθέτει η παλέτα, χρώματα του παρελθόντος του. Το παρελθόν του ήρωα, ο όγκος του χρόνου που προηγήθηκε, είναι βασικό στοιχείο της τοιχοδομίας του ήρωα, και κατά επέκταση της τοιχοδομίας του βιβλίου, αν θέλουμε να στέκεται καλά.

Τα δραματικά περιστατικά των ηρώων ενός μυθιστορήματος που σκαρφίζεται ένας συγγραφέας υπάρχει τρόπος να φανούν στον αναγνώστη αληθινά, άρα ακόμα πιο πιστευτά, αν ενταχθούν και πλεχτούν με ένα ιστορικό γεγονός που, αυτόματα, τους προσδίδει αληθοφάνεια. Είναι οι περιπτώσεις εκείνες που οι αναγνώστες ρωτούν τον συγγραφέα «αν έχει συμβεί στα αλήθεια».
Ένα τρανταχτό παράδειγμα για το πώς μπορούν να πλέκονται οι χρόνοι, είναι ο παραλληλισμός της Εξορίας του Λευκού Θανάτου κατά τον Ποντιακό Εκτοπισμό με την Κύρου Ανάβαση του Ξενοφώντος, ένα εύρημα στο «Τη Νύχτα Που Γύρισε Ο Χρόνος» που κρίθηκε από αναγνώστες και κριτικούς ότι έδωσε πρόσθετη αξία στο μυθιστόρημα. Η Κάθοδος των Μυρίων όπως περιγράφεται από τον Ξενοφώντα και η Εξορία του Λευκού Θανάτου κατά τον Ποντιακό Εκτοπισμό όπως περιγράφεται από τους διασωθέντες είναι τόσο αφοπλιστικά ταυτόσημες, κι ας είναι αντίστροφες οι δύο πορείες, που προκαλεί δέος. Η μία, θυμίζω, ξεκίνησε από τα βάθη της Ανατολής και κατέληξε στον Εύξεινο Πόντο, η άλλη, των Ποντίων, ξεκίνησε από τον Εύξεινο Πόντο και κατέληξε στα βάθη της Ανατολής.
Το αρχαίο κείμενο προσέδωσε αξιοπιστία σε ένα ιστορικό γεγονός που ακόμα σήμερα έχει την φόρτιση του πάσχοντος. Επιπλέον, με την λιτότητα του αρχαίου λόγου αποδόθηκε μέγιστη δραματικότητα χωρίς σημερινούς λυρισμούς και λεκτικά κουνήματα. Πρόσθετο πλεονέκτημα, χωρίς να πω τίποτα η ίδια, απέδειξα την ελληνικότητα του Πόντου. Τέταρτον, κατέδειξα στους αναγνώστες που τυχόν δεν το είχαν συνειδητοποιήσει ή γύρευαν επιχειρήματα, πόσο εντυπωσιακά – και τρομακτικά συνάμα- η Ιστορία κάνει κύκλους.
Το σπουδαιότερο όμως, κατ’ εμέ, είναι που έφερε ένα αρχαίο ελληνικό κείμενο σε κοινό που είχε να πιάσει Ξενοφώντα από το σχολείο. Με ευχάριστο και ξεκούραστο τρόπο, πήρε αυτόν τον αναγνώστη και τον έφερε ως την οπισθοφυλακή του Ξενοφώντα, από κοντά να παρακολουθεί τον εξαθλιωμένο αρχαίο ελληνικό στρατό που προχωρούσε με πολλές ταλαιπωρίες στα χιονισμένα βουνά με μόνο μία ελπίδα: ότι θα φτάσει στην πατρίδα του. Σήμερα που κινδυνεύεις να κακοχαρακτηριστείς αν παινέσεις την πατρίδα με μεγαλόπνοα λόγια, να που πέρασε μέσω Ξενοφώντος ένα έξοχο μήνυμα φιλοπατρίας. Από το παρελθόν ήρθε στο σήμερα.

Το παρελθόν του ήρωα, ασφαλώς, δεν είναι μόνο τα ιστορικά γεγονότα τα καταγεγραμμένα στις βιβλιογραφίες. Ο χρόνος της ζωής του που κύλησε πίσω παίρνει αυτόματα τον τίτλο τιμής του παρελθόντος. Παράδειγμα, η παιδική του ηλικία, ιδιαίτερα όταν δεν είναι μόνο δική του μα αφορά μια ηλικιακή φέτα του πληθυσμού.
Μια τέτοια περίπτωση «ανθρώπινου παρελθόντος» είναι τα χρόνια της ελληνικής μετανάστευσης. Η αναφορά της σήμερα σε ένα σύχρονο μυθιστόρημα, περνώντας τα συναισθήματα του ήρωα στον αναγνώστη, έχει ως αποτέλεσμα παλιά αισθήματα που κινδύνευαν άμεσα από τη Λήθη, να γλιτώσουν προς το παρόν. Στην ψηλή ντάνα με τις εκκρεμότητές μας που έχει ο καθένας μας, αυτά τα παλιά αισθήματα επανατοποθετούνται πάνω-πάνω για λίγο, όσο διαρκεί η ανάγνωση του βιβλίου και η επίγευσή του στον αναγνώστη, και ξαναδουλεύονται με την ψυχραιμία της χρονικής απόστασης και την τωρινή ωριμότητα.
Λειτουργώντας περίπου όπως ο βελονισμός, με την ευαισθητοποίηση των σωστών σημείων -στιγμών του παρελθόντος, υπάρχει, μπορεί να πει κανείς, η ενδεχόμενη πρόσθετη αξία του κοινωνικού μηνύματος. Επειδή η αναφορά στο συγκεκριμένο παρελθόν μπορεί να έχει την πρόσθετη αξία, μια πιθανή έξτρα χρησιμότητα τέλος πάντων, να ξαναθυμηθούμε ως λαός τα αισθήματα που προκάλεσε σε μας, τότε, η ελληνική μετανάστευση. Αν μας ξαναθυμηθεί η ανάμνηση εκείνου του πόνου, μπορεί και να μαλακώσει κάποιους.

Το παρελθόν είναι βαρετό; Να το θέσω αλλιώς: Η αναφορά στο παρελθόν κάνει ένα μυθιστόρημα βαρετό;
Κάποτε ένας συγγραφέας είπε σε κάποιον άλλον ότι δεν είχε έμπνευση κι αν μπορούσε να του πει ένα θέμα για να το κάνει μυθιστόρημα θα του ήταν ευγνώμων.
«Είναι μια παντρεμένη», του είπε εκείνος, «που αγαπά έναν πιο νέο από αυτήν και μετά αυτοκτονεί».
«Σιγά το θέμα» απάντησε ο πρώτος.
«Ναι, αλλά με αυτό ο Τολστόι έγραψε την Άννα Καρένινα...»
Το ηθικό δίδαγμα από αυτή την μίνι ιστορία είναι ότι σημασία έχει πώς θα το πεις. Το παρελθόν είναι βαρετό μόνο αν το δώσεις βαρετά.

Κλείνοντας θα το πιάσω κι από την πλευρά του αναγνώστη. Αν και για τον αναγνώστη οι ιστορικές αναφορές δίνουν πρόσθετη αξία σε μια σύγχρονη μυθιστορία:
Μεγάλη μερίδα του ελληνικού αναγνωστικού κοινού σήμερα, δείχνουν οι έρευνες των εκδοτικών οίκων, δηλώνει ότι ζητούν από ένα μυθιστόρημα ξεκούραση και φυγή από την καθημερινότητά τους. «Θέλω να με ταξιδέψει», λένε.
Ο ψυχαγωγικός ρόλος του σύγχρονου μυθιστορήματος είναι δεδομένος. Τόση είναι η πίεση, τέτοιος ο κάματος, που από αυτά που επιθυμεί κανείς σε ένα βιβλίο σαφώς προέχει η τέρψη. Ένα όμως ψυχαγωγικό μυθιστόρημα που, παράλληλα με την ψυχαγωγία, με ξεκούραστο τρόπο περνάει γνώση στο αναγνωστικό κοινό, έχει πρόσθετη αξία. Την προσφέρει δώρο στον αναγνώστη, σαν με το σαμπουάν που αγόρασε να παίρνει κι ένα κοντίσιονερ δώρο. Οπότε το ταξίδι του αναγνώστη αποκτάει και έναν άλλον, συμπληρωματικό προορισμό. Όταν φτάσει εκεί και ανακαλύψει με ενθουσιασμό ότι το ταξιδι του επιμηκύνθηκε, τότε απολαμβάνοντας τον νέο τόπο θα συνειδητοποιήσει ότι ένα μυθιστόρημα εκτός από την τέρψη του αναγνώστη καλό είναι να προσφέρει και στην σκέψη του. Στο εξής θα ζητάει το μυθιστόρημά «του» να έχει πρόσθετη αξία.